Υπό ΗΛΙΑ ΦΕΡΕΤΗ, Διευθυντή Οφθαλμολογικής Κλινικής Ερυθρού Σταυρού και Μονάδας Υαλοειδούς Αμφιβληστροειδούς ΝΕΕΣ
ΑΘΗΝΑ 2008
Α. Γενικά Στοιχεία Αμφιβληστροειδούς
Ο αμφιβληστροειδής (Α) αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους ιστούς του οφθαλμού και τον πιο κρίσιμο για τη λειτουργία της όρασης, της σπουδαιότερης των αισθήσεων του ανθρώπου.
Βρίσκεται, όπως φαίνεται στην Εικόνα 1, εσωτερικά του σκληρού και του χοριοειδούς χιτώνα, δηλαδή του τοιχώματος του οφθαλμικού βολβού, και αποτελείται, από άποψη βασικής λειτουργίας, από δύο ξεχωριστά τμήματα, το Μελάγχρουν επιθήλιο και τον Νευρογενή αμφιβληστροειδή, με εννέα διαφορετικές στιβάδες αποτελούμενες από διαφορετικά κύτταρα Εικόνα 2.
Β. Γενικά για την Αποκόλληση του Αμφιβληστροειδούς
Κατά την αποκόλληση διαχωρίζονται σταδιακά οι δύο βασικές στιβάδες του αμφιβληστροειδούς, δηλαδή ο νευρογενής αμφιβληστροειδής από το μελάγχρουν επιθήλιο, που υπό φυσιολογικές συνθήκες είναι σε πλήρη επαφή για τη σωστή λειτουργία της όρασης.
Μεταξύ των δύο αυτών στιβάδων, όταν δημιουργηθεί αποκόλληση, αθροίζεται σταδιακά υγρό που ονομάζεται Υποαμφιβληστροειδικό υγρό (ΥΑΥ) και σταδιακά με τον χρόνο αυξάνεται και έτσι αυξάνεται σε έκταση η αποκόλληση.
Για να δημιουργηθεί όμως η αποκόλληση πρέπει να υπάρξει μια ρωγμή ή οπή στον νευρογενή αμφιβληστροειδή Εικόνα 3.
Η ρωγμή είναι αποτέλεσμα έλξεων από το υαλοειδές στον αμφιβληστροειδή σε μια συγκεκριμένη θέση, αλλά και ατροφίας μερικές φορές στην περιοχή αυτή.
Μια χαρακτηριστική αλλοίωση του αμφιβληστροειδούς που συνδυάζει αυτές τις δύο απαραίτητες προϋποθέσεις για τη δημιουργία ρωγμής στον αμφιβληστροειδή είναι η δικτυωτή εκφύλιση του αμφιβληστροειδούς (Lattice Degeneration) Εικόνα 4.
Η αλλοίωση αυτή σε ένα ποσοστό περίπου 7% συνυπάρχει και στους δύο οφθαλμούς, θέλει προσοχή και υπό ορισμένες συνθήκες θεραπεία με Laser.
Γενικά η υαλοειδοαμφιβληστροειδική έλξη συνήθως υφίσταται απαρχής, αλλά δεν δημιουργεί πάντα ρωγμή στον αμφιβληστροειδή.
Όμως κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί θα προέλθει η ρωγμή. Τέτοιες συνθήκες είναι τα οφθαλμικά τραύματα, η εγχείρηση καταρράκτη, αποκόλληση υαλοειδούς αλλά και άλλες καταστάσεις, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι οι προαναφερθείσες καταστάσεις δημιουργούν οπωσδήποτε ρωγμή και αποκόλληση.
Το αν θα δημιουργηθεί ή όχι ρήγμα στον αμφιβληστροειδή, έχει σχέση με την ένταση και με το είδος των αλλαγών που δημιουργούνται στο εσωτερικό του οφθαλμού και ιδιαίτερα στο υαλοειδές και τον αμφιβληστροειδή από αυτές τις καταστάσεις.
Π.χ. όσον αφορά τα τραύματα, θλαστικό ή με ρήξη βολβού, όσο πιο έντονο είναι το τραύμα τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος της δημιουργίας αποκόλλησης σε ένα σχετικό χρονικό διάστημα με εύρος φάσματος μιας ημέρας ως και ένα χρόνο περίπου. Γι’ αυτό στα τραύματα πρέπει να εξετάζεται κατά διαστήματα ο τραυματισμένος οφθαλμός. Απαραίτητος είναι ο λεπτομερής έλεγχος του αμφιβληστροειδούς με οφθαλμοσκόπιο (βιομικροσκόπηση) αλλά και με υπερηχογραφία, εφόσον ταυτόχρονα συνυπάρχει καταρράκτης ή αιμορραγία υαλοειδούς λόγω του τραύματος.
Αλλά και στην περίπτωση της εγχείρησης του καταρράκτη, πρέπει να τονιστεί ότι ακόμη και να γίνει χωρίς κανένα πρόβλημα η εγχείρηση, ακόμη και από τον καλύτερο χειρούργο, ο κίνδυνος της αποκόλλησης υφίσταται.
Γ. Συμπτώματα Αποκόλλησης
Ο ασθενής με αποκόλληση θα διαμαρτυρηθεί και θα προστρέξει στον οφθαλμίατρο, συνήθως για μια ανώδυνη διαταραχή της όρασης που έρχεται από την περιφέρεια του οπτικού πεδίου και πλησιάζει σταδιακά το κέντρο. Η εξέλιξη αυτή είναι σταδιακή, και συνήθως μέρα με τη μέρα προχωρά. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία από κάθε πλευρά είναι η σχετικά άμεση εξέταση του πάσχοντος από τον οφθαλμίατρο και η διάγνωση, καθόσον υπάρχουν και άλλες παθήσεις που μπορεί να δημιουργήσουν τα ίδια συμπτώματα. Και προσοχή, άλλο αποκόλληση υαλοειδούς και άλλο αποκόλληση αμφιβληστροειδούς. Το πρώτο χρειάζεται παρακολούθηση το δεύτερο χρειάζεται επέμβαση.
Ο γιατρός, όπως συνήθως κάνει, εξετάζει και τους δύο οφθαλμούς, για να οδηγηθεί στη διάγνωση της αποκόλλησης, και σχετικά γρήγορα προχωρά σε εκτίμηση και του άλλου οφθαλμού, καθόσον – όταν πρόκειται για αποκόλληση – μπορεί και ο άλλος οφθαλμός (όχι μόνο ο πάσχων) να παρουσιάζει αλλοιώσεις στον αμφιβληστροειδή, που να χρειάζονται αντιμετώπιση (συνήθως Laser) χωρίς μεγάλη καθυστέρηση, αλλά και χωρίς το άγχος του “εδώ και τώρα”.
Εκτός όμως από τα συμπτώματα που παρουσιάζει ο οφθαλμός με την αποκόλληση, όπως αιφνίδια σχετικά πτώση της όρασης και σκότωμα που σταδιακά αυξάνει, συνήθως παρουσιάζονται και συμπτώματα υπό την μορφή μυιοψιών ή και λάμψεων και όταν πάει να δημιουργηθεί ή έχει δημιουργηθεί μια ρωγμή αμφιβληστροειδούς, δηλαδή στην αρχή της αποκόλλησης. Βέβαια, τα ίδια προαναφερθέντα συμπτώματα μπορεί να τα δώσει απλά και μόνο η αποκόλληση του υαλοειδούς, που είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό από την αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς, και ως προς τη βαρύτητα και ως προς την αντιμετώπιση, αν και σε ένα μικρό βαθμό υπάρχει μια εξάρτηση μεταξύ τους. Η αποκόλληση του υαλοειδούς, όχι συνήθως, μπορεί να δημιουργήσει ρωγμή στον αμφιβληστροειδή.
Γι’ αυτό και τους ασθενείς με όλα αυτά τα συμπτώματα πρέπει ο οφθαλμίατρος να τους ελέγχει προσεκτικά και κάτω από τη σκέψη ότι σήμερα μπορεί να μη συμβαίνει τίποτα στον αμφιβληστροειδή, αλλά αύριο, κάτω από αυτή τη συμπτωματολογία, δεν αποκλείεται να δημιουργηθεί κάποιο σχετικό πρόβλημα, π.χ. ρωγμή στον αμφιβληστροειδή. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι η ρωγμή και η αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς χρειάζονται αντιμετώπιση, ενώ η αποκόλληση του υαλοειδούς παρακολούθηση. Πέραν της εξέτασης και επανεξέτασης αυτών των ασθενών, καλό είναι να γίνει σύσταση στους παραπονούμενους με αυτά τα συμπτώματα να αποφεύγουν έντονη δραστηριότητα μέχρι να αισθανθεί ο “ασθενής” μια τουλάχιστον σταδιακή διαχρονική ελάττωση αυτών των συμπτωμάτων.
Δ. Άνθρωποι που έχουν περισσότερες πιθανότητες να πάθουν Αποκόλληση του Αμφιβληστροειδούς
Οι πιθανότητες να παρουσιαστεί αποκόλληση επί γενικού πληθυσμού είναι περίπου 0,1%. Ορισμένες καταστάσεις όμως επαυξάνουν, καθεμιά μέσω ειδικού μηχανισμού (στον οποίο συμμετέχει βασικά το υαλοειδές αλλά και ο αμφιβληστροειδής), τις πιθανότητες εμφάνισης ρωγμής στον αμφιβληστροειδή και ακολούθως την αποκόλληση. Τέτοιες καταστάσεις είναι η υψηλή μυωπία (μεγαλύτερη των 5-6 βαθμών), όταν υπάρχουν ορισμένες ειδικές αλλοιώσεις στον αμφιβληστροειδή όπως η δικτυωτή εκφύλιση του αμφιβληστροειδούς, η οποία εύκολα αναγνωρίζεται στον έλεγχο του βυθού, του αμφιβληστροειδούς δηλαδή. Άλλες καταστάσεις επιρρεπείς για δημιουργία αποκόλλησης είναι μετά από σοβαρά (θλαστικά ή με διάτρηση του βολβού) τραύματα, ή μετά από διαθλαστική χειρουργική. Τέλος, θα ήθελα να αναφέρω και την εγχείρηση του καταρράκτη με τοποθέτηση ενδοφακού, που άλλοτε με άλλο τρόπο έχει αυξημένες πιθανότητες – και ιδιαίτερα όταν έχει προκύψει ένα πρόβλημα στην εγχείρηση να δημιουργήσει αποκόλληση.
Όλες αυτές οι προαναφερθείσες καταστάσεις μπορούν να δημιουργήσουν ρωγμές στον αμφιβληστροειδή, και γι’ αυτό χρειάζεται σε άλλες από αυτές-όπως π.χ. επί υψηλής μυωπίας – ένας τακτικός έλεγχος του αμφιβληστροειδούς ετησίως, ενώ σε άλλες πιθανόν και προφυλακτική θεραπεία με laser, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, π.χ. Laser πέριξ μιας δικτυωτής εκφύλισης του αμφιβληστροειδούς που δεν παρουσιάζει ρωγμή, όταν στο άλλο μάτι έχει στο παρελθόν δημιουργηθεί αποκόλληση ή υπάρχει ιστορικό αποκόλλησης σε κάποιο μέλος της οικογένειας του ασθενούς.
Αυτές οι καταστάσεις που είναι επιρρεπείς για αποκόλληση είναι καλά γνωστές στους οφθαλμιάτρους και το μόνο που χρειάζεται είναι η επαφή του ανθρώπου που έχει αυτές τις καταστάσεις, αυτά τα προβλήματα, με το γιατρό του.
Ε. Η Εξέταση του Ασθενούς με Αποκόλληση του Αμφιβληστροειδούς
Ο αμφιβληστροειδής μπορεί σχετικά εύκολα να ελεγχθεί από τον οφθαλμίατρο με διάφορα όργανα, όπως το άμεσο ή έμμεσο διόφθαλμο οφθαλμοσκόπιο και τη βιομικροσκοπική ύαλο επαφής ή μη επαφής (Εικόνα 5). Με αυτά τα όργανα έχουμε τη δυνατότητα να ελέγξουμε λεπτομέρειες σε αυτόν τον τόσο σπουδαίο χιτώνα του οφθαλμού.
Η εξέταση του αμφιβληστροειδούς χρειάζεται γνώση και υπομονή από τον οφθαλμίατρο αλλά και υπομονή από τον ασθενή. Είναι ανώδυνη εξέταση, δεν προκαλεί κανένα πρόβλημα στον οφθαλμό, αλλά χρειάζεται υπομονή ώστε να δοθεί η ευκαιρία στον γιατρό να κάνει λεπτομερή έλεγχο σε όλη την έκταση του αμφιβληστροειδούς. Υπόψη ότι της εξέτασης αυτής προηγείται με σταγόνες μυδρίαση των οφθαλμών, δηλαδή άνοιγμα – μεγάλωμα της κόρης, κάτι που κάνει πιο εύκολη και αποδοτική την εξέταση του αμφιβληστροειδούς. Η μυδρίαση της κόρης με τα κατάλληλα κολλύρια, κάτι που γνωρίζουν καλά οι οφθαλμίατροι, δημιουργεί ένα πρόσκαιρο θάμπωμα της όρασης που διαρκεί 1-2 ώρες περίπου ή και περισσότερο ανάλογα με τα κολλύρια που χρησιμοποιήθηκαν για την μυδρίαση. Στο μόνο θέμα που χρειάζεται προσοχή η μυδρίαση (αλλά το θέμα αυτό είναι γνωστό στους οφθαλμιάτρους), είναι όταν υφίσταται στενή γωνία του προσθίου θαλάμου του οφθαλμού. Τότε είναι δυνατό να δημιουργηθεί κρίση οξέος γλαυκώματος με πολύ πόνο μετά από μερικές ώρες από τη μυδρίαση. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, το θέμα αυτό είναι γνωστό στους οφθαλμιάτρους, και προεγχειρητικά πριν από τη μυδρίαση κάνουν εξέταση της γωνίας του προσθίου θαλάμου. Υπόψη όμως ότι και αυτό δεν μπορεί να αποκλείσει 100%, κάποιο πρόβλημα σχετιζόμενο με αύξηση της ΕΟΠ, από άλλον άγνωστο Χ παράγοντα. Η καλή όμως συνεργασία του ασθενούς με τον γιατρό μπορεί να αποτρέψει σε μεγάλο βαθμό αυτό και άλλα προβλήματα.
Με την εξέταση του βυθού καταγράφονται όλα τα ιδιαίτερα στοιχεία της αποκόλλησης, τα οποία θα δώσουν τη δυνατότητα στο χειρούργο να σχεδιάσει τη χειρουργική αντιμετώπιση, εφόσον αυτό επιβάλλεται.
Υπόψη, και αυτό έχει μεγάλη σημασία, πρέπει οπωσδήποτε να εξετασθεί ο αμφιβληστροειδής και του άλλου οφθαλμού, διότι ορισμένες εκφυλιστικές αλλοιώσεις του αμφιβληστροειδούς που μπορεί να δημιουργήσουν ρωγμή στον αμφιβληστροειδή και αποκόλληση, εμφανίζονται σε ένα ποσοστό και στους δύο οφθαλμούς.
Ζ. Διαφορική Διάγνωση από άλλες καταστάσεις
Με τα συμπτώματα που προαναφέραμε δεν τίθεται άμεσα η διάγνωση από τον ασθενή η τους συγγενείς. Χρειάζεται ψυχραιμία και βασικά η εξέταση από τον γιατρό για να τεθεί η διάγνωση. Διότι υπάρχουν παθήσεις άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο σοβαρές που μπορεί να δώσουν την ίδια σχετικά συμπτωματολογία, με σχετικά ακραία παραδείγματα την αποκόλληση του υαλοειδούς και την νευρίτιδα. Αυτές οι δυο παθήσεις μπορούν ανώδυνα να προκαλέσουν συμπτώματα κάπως σχετικά με την αποκόλληση. Εδώ λοιπόν χρειάζεται η καλή εξέταση του γιατρού για να διαγνώσει τι συμβαίνει.
Τέλος θα ήθελα να αναφέρω και την πάθηση Σχίση του αμφιβληστροειδούς, που είναι μια σχετικά χρόνια πάθηση και συνήθως δεν χρειάζεται αντιμετώπιση, παρά μόνο παρακολούθηση. Ο τίτλος αυτής της πάθησης είναι σχετικά βαρύς, όμως η πρόγνωσή της συνήθως καλή.
Η. Ενημέρωση του Ασθενούς και των Συγγενών
Πρέπει να βρίσκεται χρόνος να ενημερωθούν και ο ασθενής αλλά και οι συγγενείς ότι κάθε εγχείρηση έχει κινδύνους και προβλήματα, που είναι καταγεγραμμένα και στα πιο επίσημα βιβλία της επιστήμης μας και έχουν συμβεί και στον καλύτερο χειρούργο. Ότι μέτρα και αν λάβουμε ο κίνδυνος σε μικρότερο η μεγαλύτερο ποσοστό υφίσταται. Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει να γνωρίζει και ο ασθενής και οι συγγενείς ότι ο γιατρός θα κάνει ότι το καλλίτερο μπορεί για τον ασθενή. Όμως στην ιατρική υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει ο Χ άγνωστος παράγοντας.
Συγκεκριμένα με την αποκόλληση πρέπει πέραν των γενικών προαναφερθέντων να τονίζεται το θέμα της μειωμένης μετεγχειρητικά όρασης, το θέμα περαιτέρω επεμβάσεως από νέα προβλήματα που ανέκυψαν έστω και μετά από μια επιτυχή εγχείρηση (π.χ. ανάπτυξη μεμβράνης στην ωχρά κηλίδα του αμφιβληστροειδούς), της υποτροπή της αποκόλλησης, το θέμα της επανεγχείρησης και το θέμα να μην επιτευχθεί τελικά αυτό που θέλει ο ασθενής και εμείς, (δηλαδή να επανακολληθεί ο αμφιβληστροειδής) και να χαθεί η όραση. Η σωστή εξήγηση και η ενημέρωση δίνουν στον ασθενή το αίσθημα ότι ο γιατρός καταλαβαίνει το πρόβλημα τους ενδιαφέρεται για τον πάσχοντα συνάνθρωπο του και έτσι μπαίνει στο χειρουργείο πιο σωστός για την επέμβαση.
Βέβαια όλα αυτά μέσα σε δύσκολες γενικά επικρατούσες καταστάσεις που είναι γνωστές στους γιατρούς αλλά και αντιληπτές από τους ασθενείς.
Θ. Αντιμετώπιση της Αποκόλλησης
Η αντιμετώπιση της αποκόλλησης είναι ανάλογη κυρίως με τη μορφή και δευτερευόντως με την έκταση της αποκόλλησης.
Κάτι που πρέπει ιδιαίτερα να τονιστεί είναι το θέμα του χρόνου αντιμετώπισης. Εδώ το αμέσως που λένε μερικοί συνάδελφοι και προτρέπουν τους ασθενείς είναι σχετικό. Πρέπει να γίνει μια σωστή εκτίμηση της κατάστασης γενικά όχι κάτω από άγχος που συνήθως μεταβιβάζεται από τον ασθενή προς τον γιατρό και από τον γιατρό προς τον ασθενή.
Διότι ενέργειες κάτω από άγχος έχουν περισσότερες πιθανότητες να παραγνωρίσουν κάποιο στοιχείο που έχει και αυτό την σημασία του. Π.χ. η λήψη φαρμάκων (τοπικών η συστηματικών) από τον ασθενή έχει σημασία για την εγχείρηση. Χρειάζεται λοιπόν ψυχραιμία, κατάκλιση του ασθενούς (διότι αυτό σε ένα βαθμό συμβάλλει στην μη εξέλιξη της κατάστασης) και σχετικά γρήγορα να τεθεί ένα σχέδιο για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Ας έρθουμε τώρα στην εγχείρηση που μπορεί να γίνει με τοπική η με γενική αναισθησία, κάτι που θα αποφασισθεί από τον γιατρό, τον αναισθησιολόγο και φυσικά θα ληφθεί υπόψη και η επιθυμία του ασθενούς.
Θ α) Σε περίπτωση που βρεθούν μία ή δύο ρωγμές στον αμφιβληστροειδή, χωρίς υγρό πέριξ αυτών, τότε η προτιμότερη και γενικά συνιστώμενη αντιμετώπιση είναι Laser ή κρυοπηξία (Εικόνα 6). Η Laser ενέργεια βέβαια είναι πιο ελεγχόμενη από την κρυοπηξία. Η ενέργεια αυτή (laser ή κρυοπηξία) εφαρμόζεται γύρω από τη ρωγμή ή ρωγμές στον αμφιβληστροειδή και μπορεί να γίνει στα εξωτερικά ιατρεία με τοπική ενστάλλαξη αναισθητικών κολλυρίων ή ένεση αναισθητικού υπό τον επιπεφυκότα. Δίνονται συμβουλές στον ασθενή, δηλαδή για μια εβδομάδα να αποφεύγει σχετικά έντονες κινήσεις, και σε 7-10 ημέρες ο ασθενής επανεξετάζεται, ώστε να πιστοποιηθεί το αποτέλεσμα, που ιστολογικά είναι η δημιουργία συμφύσεων γύρω από τη ρωγμή, για να μην προκληθεί αποκόλληση. Οφθαλμοσκοπικά, η ανάπτυξη συμφύσεων γύρω από τη ρωγμή φαίνεται στον αμφιβληστροειδή υπό τη μορφή διάσπαρτης χρωστικής στίξης, που διαχωρίζεται εύκολα οπτικά από τη χρώση του πέριξ υγιούς αμφιβληστροειδούς. Υπόψη ότι μετά τα Laser τα συμπτώματα εξακολουθούν για ένα άλλοτε άλλο χρονικό διάστημα να εξακολουθούν να υφίστανται, έστω και αν έχει αντιμετωπισθεί το πρόβλημα.
Σε περίπτωση όμως που η ρωγμή του αμφιβληστροειδούς έχει προχωρήσει και έχει δημιουργήσει αποκόλληση, τότε χρειάζεται να επέμβουμε χειρουργικά.
Υπάρχουν βασικά δύο τρόποι αντιμετώπισης, η συμβατική μέθοδος και η υαλοειδεκτομή. Η εγχείρηση, με όποιον τρόπο και αν αποφασισθεί να προχωρήσουμε, μπορεί να γίνει με τοπική ή γενική αναισθησία, και η απόφαση περί αυτού θα ληφθεί και από τον χειρουργό, από τον αναισθησιολόγο και τον ασθενή, με ενημέρωση.
Θ β) Η Κλασσική μέθοδος, η λεγόμενη Συμβατική εγχείρηση με μόσχευμα (Εικόνα 7).
Η συμβατική μέθοδος στηρίζεται σε τρεις βασικές ενέργειες του χειρουργού, που εννοείται ότι έχει μελετήσει προσεκτικά όχι μόνο τον οφθαλμό με την αποκόλληση, αλλά και τον άλλο οφθαλμό.
Οι τρεις βασικές ενέργειες του χειρουργού είναι:
a)
Η τοποθέτηση ειδικού μοσχεύματος από σιλικόνη στερεάς μορφής, αντίστοιχα με τη θέση που έχει βρεθεί η ρωγμή ή οι ρωγμές. Το μόσχευμα αυτό (υπάρχουν διαφορετικά μεγέθη με διαφορετική διάμετρο από 3 χιλιοστά έως 7 χιλιοστά) συρράπτεται με κατάλληλο τρόπο επάνω στο σκληρό. Υπόψη ότι το μόσχευμα αυτό εκ σιλικόνης είναι καλά δεκτό από τον οργανισμό και σπανιότατα απορρίπτεται.
b)
Η εφαρμογή κρυοπηξίας γύρω από τη ρωγμή ή τις ρωγμές &
c)
Η παροχέτευση του υπαμφιβληστροειδικού υγρού (ΥΑΥ), δηλαδή του υγρού που αναπτύσσεται και σταδιακά μεγαλώνει, μεταξύ του μελαγχρόου επιθηλίου και του νευρογενούς αμφιβληστροειδούς.(σχέδιο)
Κάθε στάδιο υποκρύπτει και κινδύνους και υπάρχουν πιθανότητες επιπλοκών που οφείλονται σε ένα σύνολο παραγόντων, στους οποίους συμμετέχει και η κατάσταση καθώς και η αντίδραση του ίδιου του οφθαλμού.
Οι επιπλοκές έχουν διαβαθμίσεις και υπάρχουν διάφορα μέτρα αντιμετώπισης που έχουν διάφορο βαθμό απόδοσης.
Θ γ) Η μέθοδος της Υαλοειδεκτομής (Εικόνα 8).
Αποτελεί μια επιπλέον μέθοδο για την αντιμετώπιση της αποκόλλησης. Και η συμβατική μέθοδος και η υαλοειδεκτομή έχουν σχεδόν ίδια ποσοστά επιτυχίας. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι η κάθε μια πρέπει να εφαρμόζεται με προσοχή στις περιπτώσεις που πρέπει και είναι αυτές οι περιπτώσεις καλά γνωστές στους ειδικούς.
Στην περίπτωση της υαλοειδεκτομής, εν αντιθέσει με την περιγραφείσα συμβατική μέθοδος, η τοποθέτηση εξωτερικού μοσχεύματος δεν είναι απαραίτητη και συνήθης και όλοι οι χειρισμοί γίνονται με μικροχειρουργικά όργανα στο εσωτερικό του οφθαλμού κάτω από το μικροσκόπιο. Επίσης πρέπει να τονιστεί επειδή κατά την υαλοειδεκτομή αφαιρούμε το εσωτερικό του οφθαλμού το υαλοειδές, το οποίο έχει συμμετάσχει στην δημιουργία της αποκόλλησης, στο τέλος της εγχείρησης τοποθετούνται, εγχέονται στο εσωτερικό του οφθαλμού, υλικά εσωτερικού επιπωματισμού όπως ειδικά αέρια ή σιλικόνη για την σταθεροποίηση του αμφιβληστροειδούς. Τα υλικά αυτά αν και δεν είναι τοξικά μπορεί να δημιουργήσουν μερικά προβλήματα, όμως η παρουσία και η έγχυση τους στην υαλοειδική κοιλότητα είναι απαραίτητη.
Η σιλικόνη πρέπει να αφαιρείται αργότερα (το διάστημα ποικίλει), ανάλογα με την μετεγχειρητική πορεία της πάθησης.
I. Προβλήματα που μπορεί να προκύψουν Άμεσα και Όψιμα Μετεγχειρητικά
Προβλήματα μπορεί να δημιουργηθούν και κατά την εγχείρηση και μετεγχειρητικά άμεσα και αρκετό χρόνο μετά.
Οι επιπλοκές και τα προβλήματα μπορεί να έχουν σχέση με την ίδια πάθηση δηλαδή την αποκόλληση όπως υποτροπή επιβάρυνση της αποκόλλησης, η δημιουργία μεμβράνης στην ωχρά. Όμως είναι δυνατόν να δημιουργηθούν προβλήματα σε άλλους οφθαλμικούς ιστούς, όπως καταρράκτης, γλαύκωμα, που και αυτά θα χρειασθούν αντιμετώπιση σε άλλοτε άλλο χρόνο.
Επιπλέον πρέπει να γίνεται γνωστό ότι η ανατομική επιτυχία δηλαδή η επανακόλληση του αμφιβληστροειδούς δεν συνοδεύεται από ανάλογη βελτίωση της όρασης.
Τέλος η ενημέρωση και η επαφή με τον ασθενή και τους συγγενείς του για όλα αυτά τα προβλήματα έχει μεγάλη σημασία.
Κ. Παρακολούθηση των Ασθενών που χειρουργήθηκαν για Αποκόλληση
Άμεσα μετεγχειρητικά ο ασθενής τίθεται υπό τοπική θεραπεία με κολλύρια και σε ειδική θέση της κεφαλής και του σώματος του αν έχει υποβληθεί σε υαλοειδεκτομή και υφίσταται αέριο η σιλικόνη στο εσωτερικό του οφθαλμού.
Μετά από την εγχείρηση της αποκόλλησης (είτε αυτή γίνει με τον συμβατικό τρόπο, ή με τη μέθοδο της υαλοειδεκτομής), χρειάζεται τακτική παρακολούθηση περίπου για ένα μήνα ανά εβδομάδα, και ύστερα σταδιακά κατά πιο αραιά διαστήματα για ένα χρόνο περίπου, ανάλογα βέβαια με το είδος της αποκόλλησης. Η παρακολούθηση χρειάζεται πρώτον διότι είναι δυνατόν να αναπτυχθούν άμεσα και όψιμα επιπλοκές και προβλήματα, που μπορεί να σχετίζονται με την εγχείρηση, (έστω και αυτή αν έχει γίνει χωρίς κανένα πρόβλημα) αλλά και με την ιδιοσυστασία του χειρουργημένου οφθαλμού. Αυτές οι δύο καταστάσεις εμπλέκονται και δεν υπάρχουν σαφή όρια μεταξύ αυτών. Ανεξαρτήτως βέβαια της προέλευσης των προβλημάτων μετεγχειρητικά, ο ασθενής πρέπει για 2-3 εβδομάδες να έχει μειωμένη δραστηριότητα και ύστερα σταδιακά να επανέλθει στις προηγούμενες δραστηριότητες του.
Πάνω από όλα βέβαια είναι η επαφή και συνεργασία, αν αυτό μπορεί να ειπωθεί, μεταξύ γιατρού και ασθενούς και η ταχεία κινητοποίηση τους αν κάτι συμβεί.