Ινστιτούτο Ψυχικής & Σεξουαλικής Υγείας

ΑΘΗΝΑ 2011

Συγγραφική Ομάδα:

Αθανάσιος Ασκητής,Νευρολόγος-Ψυχίατρος, Διδάκτωρ Ψυχιατρικής Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρόεδρος Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας

Κωνσταντίνος Ρόκκας, Χειρ. Ουρολόγος-Ανδρολόγος

Μαρίνα Μόσχα, Ψυχολόγος

Χριστίνα Χουσιάδα, Ψυχολόγος

Βασιλική Ντούμου, Ψυχολόγος

Αργύρης Θεοδωρόπουλος, Ψυχολόγος

Κυριάκος Κουρούσιας, Ψυχολόγος

Αγγέλικα Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Νίκη Ζαρκάδα, Ψυχολόγος

Περιεχόμενα

Πρόλογος Dr. Θάνου Ασκητή

Παθήσεις που οδηγούν σε προβλήματα όρασης.

Τι είναι σεξουαλικότητα;

Τι είναι σεξ;

Τι ονομάζουμε προσανατολισμό της σεξουαλικής ζωής και σε τι διαφέρει από τη σεξουαλική συμπεριφορά;

Τι είναι η σεξουαλική προσδοκία και πώς καθορίζεται;

Τι είναι σεξουαλικός ρόλος και τι σεξουαλική ταυτότητα;

Τα στάδια της σεξουαλικής λειτουργίας.

Διαταραχές της ανδρικής σεξουαλικής λειτουργίας.

Διαταραχές της γυναικείας σεξουαλικής λειτουργίας.

Πώς νιώθει ένα άτομο με πρόβλημα όρασης με τη σεξουαλικότητά του;

Συνέπειες της σεξουαλικής δυσλειτουργίας στο άτομο με πρόβλημα όρασης.

Διεκδίκηση των δικαιωμάτων των ατόμων με προβλήματα όρασης στη σεξουαλική τους υγεία.

Θεραπεία των σεξουαλικών προβλημάτων.

Τα οφέλη της σεξουαλικής ζωής στην ψυχική και στη σωματική υγεία.

Πρόλογος

Η σεξουαλική υγεία είναι ταυτισμένη με την ψυχική και σωματική ωρίμανση του σημερινού ανθρώπου και σηματοδοτεί την ανάγκη του να επικοινωνήσει με έναν άλλο άνθρωπο με σκοπό την ανθρώπινη ζωή αλλά και τη συναισθηματική ικανοποίησή του.

Το σεξ, τόσο στο κοινωνικό όσο και στο ψυχοβιολογικό υπόστρωμα, λειτουργεί διαχρονικά στην ανθρώπινη ζωή με ουσιαστικές και καθοριστικές συμπεριφορές έτσι ώστε να επιτρέπει τόσο στον άνδρα όσο και στη γυναίκα να επιλέγουν την προσωπική τους ζωή με συναισθηματική ολοκλήρωση, μέσα από τη σχέση που οι ίδιοι διαμορφώνουν. Είναι λοιπόν σημαντική η σεξουαλική δραστηριότητα ως καθοριστικός μηχανισμός αυτής της επιλογής προσφέροντας ο ένας στον άλλο τη μοναδικότητα και την ψυχική πληρότητα στα χρόνια της ζωής τους.

Είναι γεγονός ότι η σεξουαλική ζωή προϋποθέτει την ψυχική και τη βιολογική λειτουργικότητα του ανθρώπου, κάτι που σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι εφικτό και δεν εκφράζει το ιδανικό της απόλυτης υγείας. Πολλοί άνθρωποι κατά τη διάρκεια της ζωής τους εμφανίζουν αρκετά προβλήματα λειτουργικής διαχείρισης ή αναπηρίες που περιορίζουν τη δυνατότητα και την πλήρη συμμετοχή σε αρκετούς παράγοντες της καθημερινής ζωής αλλά και της ίδιας της σεξουαλικής συμπεριφοράς τους.

Ειδικότερα άνθρωποι οι οποίοι εμφανίζουν προβλήματα όρασης και ολικής τύφλωσης νιώθουν ότι δεν μπορούν να διεκδικήσουν τη σεξουαλική τους ζωή, όπως οι υπόλοιποι «φυσιολογικοί» άνθρωποι και, σε αρκετές περιπτώσεις, μπορεί να καθηλωθούν στην ανεπάρκειά τους μην τολμώντας να αναζητήσουν την ερωτική τους συμπεριφορά και να εκφράσουν τη σεξουαλική τους επιθυμία. Αισθανόμενοι μειονεκτικοί και φοβισμένοι θεωρούν ότι το σεξ δεν είναι στις άμεσες λειτουργικές διαχειρίσιμες ανάγκες τους, πιστεύοντας ίσως ότι η διεκδίκηση της σεξουαλικότητάς τους ακούγεται σαν υπερβολή και πολυτέλεια μπροστά στα άλλα προβλήματα που καλούνται να επιλύσουν. Τελικά φτάνουν να «βλέπουν» το σεξ σα μια υπόθεση που δεν τους αφορά.

Και όμως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Ο τυφλός άνθρωπος δικαιούται να ζήσει και να εκφράσει όλες τις ανάγκες του χωρίς να ιεραρχεί αυτές που απαιτούνται για να ζήσει καλύτερα χωρίς το δικαίωμα της σεξουαλικής ζωής και της συντροφικότητας που πηγάζει από αυτή, αφού αισθάνεται, ποθεί, ερωτεύεται και αγαπά, ίσως και περισσότερο το σύντροφό του, θέλοντας να του δώσει όλα αυτά που σκέφτεται, πιστεύει και νιώθει.

Δεν είναι υπερβολή ότι η σεξουαλική ζωή ανήκει σε όλους τους ανθρώπους και αποτελεί κορυφαίο κομμάτι της ποιότητας της ζωής και της επικοινωνίας. Η παραίτηση του σεξ ισοδυναμεί με την παραίτηση της ίδιας της ζωής. Το λάθος να «καταπιέζω» τις επιθυμίες μου και τις προσδοκίες μου σε μια σχέση, επειδή έχω πρόβλημα όρασης, αποτελεί μοιραία το κλείσιμο της ζωής και την αυτοτιμωρία μου, μη διεκδικώντας το πιο σημαντικό απλό και γεμάτο νόημα μέρος της ύπαρξής μου, που είναι «να αισθάνομαι δυνατός, ικανός και λειτουργικός μαζί με σένα, που μέσα από τη σεξουαλική μας συνύπαρξη δίνουμε αξία, φροντίδα, σωματική και ψυχική ικανοποίηση ο ένας στον άλλο».

Ο άνθρωπος που δεν έχει όραση και δε βλέπει τον κόσμο γύρω του ουσιαστικά έχει το μεγάλο προνόμιο να βλέπει μέσα του, να αισθάνεται βαθιά τον εαυτό του και να αντιλαμβάνεται καλύτερα το περιβάλλον του, έχοντας περισσότερη κρίση και συναίσθηση της πραγματικότητάς του, προσφέροντας μεγαλύτερες δυνατότητες στον εαυτό του να αφουγκραστεί τα γενόμενα γύρω του και να προβληματιστεί με πιο καθαρή και συνειδητοποιημένη θέση αφού δεν αναλώνεται στην ασχήμια των εικόνων που οι άλλοι βλέπουν και είναι πιο ευάλωτοι να παρασυρθούν από αυτές. Αναμφίβολα, ο τυφλός βλέπει πιο καθαρά και φανερά όλα αυτά που δε βλέπουν αυτοί που έχουν όραση…

Dr Θάνος Ε. Ασκητής

Νευρολόγος – Ψυχίατρος, Πρόεδρος Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας

Παθήσεις που οδηγούν σε προβλήματα όρασης

Υπάρχουν ποικίλες παθήσεις οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα όρασης στον άνθρωπο.

Από τις πιο σημαντικές είναι εκείνες του αμφιβληστροειδούς χιτώνα, ο οποίος παίζει ουσιώδη ρόλο στη λειτουργία της όρασης. Ο αμφιβληστροειδής χιτώνας, που είναι ένας φωτοευαίσθητος ιστός στο πίσω μέρος του ματιού, μετατρέπει φωτεινά ερεθίσματα και εικόνες σε ηλεκτρικά σήματα. Στη συνέχεια στέλνει τα σήματα αυτά, μέσω των νευρικών οδών, στον εγκέφαλο. Οι πιο σοβαρές παθήσεις του αμφιβληστροειδούς χιτώνα είναι η αποκόλληση, η δικτυωτή εκφύλιση, η ρωγμή και η επίκτητη ρετινόσχιση. Επίσης, η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια είναι μια σοβαρή οφθαλμική επιπλοκή του σακχαρώδη διαβήτη, η οποία, σε περίπτωση που δε διαγνωστεί έγκαιρα και δεν αντιμετωπιστεί σωστά, είναι πιθανό να οδηγήσει σε τύφλωση. Στις ημέρες μας, η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια υπολογίζεται ότι είναι η πρώτη αιτία τύφλωση κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες. Άλλες παθήσεις του αμφιβληστροειδούς χιτώνα είναι η απόφραξη κεντρικής αρτηρίας ή και φλεβών, αλλοιώσεις οφειλόμενες σε υπέρταση, η αμφιβληστροειδοπάθεια προκαλούμενη από δρεπανοκυτταρική αναιμία, φλεγμονές και οξεία νέκρωση του αμφιβληστροειδούς. Επιπλέον, υπάρχουν και κληρονομικές παθήσεις του χοριοειδούς και του αμφιβληστροειδούς χιτώνα που «ταλαιπωρούν» πολλά εκατομμύρια ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο. Χαρακτηριστική πάθηση είναι η μελαχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια που περιλαμβάνει μια ομάδα παθήσεων, κληρονομικού τύπου, των οποίων κοινό χαρακτηριστικό είναι η προοδευτική απώλεια των οπτικών πεδίων και η προβληματική νυχτερινή όραση.

Επιπρόσθετα, οι παθήσεις του οπτικού νεύρου μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα όρασης. Το οπτικό νεύρο αποτελεί το σημείο συγκέντρωσης όλων των νευρικών ινών από τον αμφιβληστροειδή χιτώνα. Το νεύρο αυτό είναι πιθανό να υποστεί βλάβη ως συνέπεια διαφόρων παθολογικών παραγόντων, όπως φλεγμονές, ισχαιμία και όγκοι. Οι σημαντικότερες παθήσεις του οπτικού νεύρου είναι η οπτική νευρίτιδα, η πρόσθια ισχαιμική νευρική οπτικοπάθεια, οι τοξικές οπτικές νευροπάθειες και οι όγκοι του οπτικού νεύρου.

Μια ακόμη πάθηση που σχετίζεται με προβλήματα όρασης είναι και η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας. Εκφύλιση της ωχράς κηλίδας είναι η ονομασία που αποδίδεται σε ορισμένες παθήσεις οι οποίες αλλοιώνουν τον αμφιβληστροειδή χιτώνα, με συνέπεια την απώλεια της κεντρικής όρασης. Η ωχρά κηλίδα είναι το μικρό, κεντρικό τμήμα του αμφιβληστροειδούς χιτώνα που παίζει τον πιο κρίσιμο ρόλο στη λειτουργία της όρασης. Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι οι οποίοι έχουν διαγνωστεί με σχετιζόμενη με την ηλικία εκφύλιση της ωχράς κηλίδας, η οποία είναι η κύρια αιτία για το νομικό προσδιορισμό της τυφλότητας σε άτομα άνω των 60 ετών. Η ηλιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας είναι μία από τις παθήσεις που συχνά προκαλούν αιφνίδια απώλεια της όρασης και τυφλότητα εντός ενός ή δύο ετών.

Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία τα οποία προέρχονται από έρευνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, εκτιμήθηκε ότι το 2002 υπήρχαν 161 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως που είναι μερικώς βλέποντες, που έχουν δηλαδή σοβαρή οπτική αναπηρία – χαμηλή όραση. Από αυτούς, το 80% είναι σε ηλικία άνω των 50 ετών, μια πληθυσμιακή κατηγορία που εκπροσωπεί το 20% του συνολικού πληθυσμού της γης. Στην Ευρώπη, στη Βόρεια Αμερική και στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου έχει εκτιμηθεί ότι το 10% του πληθυσμού έχει σοβαρά προβλήματα χαμηλής όρασης. Οι κύριες αιτίες που οδηγούν σε αυτά είναι ο καταρράκτης (47%), το γλαύκωμα (13%) και η ηλιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας (8,3%). Στην Ελλάδα, κάνοντας αναγωγή των δεδομένων αυτών, εκτιμάται ότι 3,5 εκατομμύρια πληθυσμού που είναι άνω των 50 ετών, το 80% έχει προβλήματα όρασης (2,5 εκατομμύρια περίπου), εκ των οποίων, το 1 εκατομμύριο είναι πολύ σοβαρά.

Σε γενικές γραμμές, τα άτομα που πάσχουν από εκφυλιστικές κληρονομικές παθήσεις του αμφιβληστροειδούς χιτώνα, της ωχράς κηλίδας και του οπτικού νεύρου, οι οποίες έως σήμερα είναι ανίατες, έχουν αρκετά ιδιόμορφη όραση. Εμφανίζουν δηλαδή κατά συνθήκη τύφλωση και είναι πιθανόν να μη βλέπουν καθόλου τη νύχτα (νυχτερινή τύφλωση) ή την ημέρα (πρωινή τύφλωση) ή αντίστοιχα σε χώρους με πολύ φως (ήλιος ή έντονοι λαμπτήρες) ή με πολύ σκοτάδι (χώροι και δρόμοι χωρίς επαρκή φωτισμό). Επιπλέον, λόγω των ανωμαλιών των οπτικών πεδίων και των αλλοιώσεων του αμφιβληστροειδούς χιτώνα, της ωχράς κηλίδας και του οπτικού νεύρου, δεν μπορούν να αντιληφθούν πλήρως ή με σαφήνεια εικόνες. Αυτό έχει ως συνέπεια να δημιουργούνται προβλήματα αναγνωρισιμότητας προσώπων ή χώρων καθώς και μνήμης εφόσον με το αισθητήριο της όρασης καταγράφονται ελλειμματικά οι πληροφορίες στον εγκέφαλο και απαιτούνται άλλες αισθητηριακές καταγραφές για διασταύρωση.

Τι είναι η σεξουαλικότητα;

Η έννοια της σεξουαλικότητας είναι σύνθετη και καθορίζεται από τρεις συνιστώσες, την ψυχική, τη συναισθηματική και τη βιολογική συμμετοχή. Η σεξουαλικότητα, αντιθέτως με το κοινό πιστεύω, ουσιαστικά ξεκινάει με τη γέννηση του ανθρώπου και μας συντροφεύει μέχρι τα βαθιά γεράματα ενώ στοχεύει στη σωματική και συναισθηματική ικανοποίηση μέσω της οδού της ηδονής. Η σεξουαλικότητα αποτελεί μια συνεχή διαδικασία με κύριο αλλά όχι αποκλειστικό στόχο τη διεκδίκηση ενός συντρόφου, διαμορφώνεται παράλληλα με την προσωπική μας εξέλιξη και οργανώνεται με την ψυχοσυναισθηματική μας ωρίμανση. Εκτός από την εξελικτική θεώρηση της σεξουαλικότητα, που την ορίζει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την αναπαραγωγή  και τη διαιώνιση του είδους και επηρεάζει την επιθυμία, τη σεξουαλική συμπεριφορά και την ηδονή, υπάρχουν και ψυχολογικοί παράμετροι που επηρεάζουν και επηρεάζονται από τη σεξουαλικότητα. Πώς θα μπορούσε βέβαια να συνέβαινε διαφορετικά αφού η σεξουαλικότητα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητάς μας; Έτσι οι σκέψεις, τα συναισθήματα, οι συμπεριφορές, η εικόνα σώματος, ο ηθικός μας κώδικας, η οικογένεια καταγωγής μας και οι κοινωνικοπολιτισμικές προεκτάσεις, επηρεάζουν πολύ περισσότερο τη διαμόρφωση και την έκφραση της σεξουαλικότητας από τη γενετικά αποτυπωμένη εντολή της αναπαραγωγής.

Τι είναι σεξ;

Για να απαντηθεί τι είναι σεξ, πρέπει να γνωρίζουμε τι είναι έρωτας και πώς διαφέρουνε οι δύο αυτές έννοιες. Ο έρωτας είναι ένα έντονο συναίσθημα διεκδίκησης και προσφοράς που στόχο έχει τη συναισθηματική ικανοποίηση και δευτερευόντως τη σωματική ηδονή. Είναι η πραγματοποίηση του εξιδανικευμένου. Το σεξ από την άλλη μεριά έχει τις βάσεις του στη βιολογική επιθυμία, στην ορμή, που ωθεί τον άνδρα κυρίως, αλλά και τη γυναίκα στην αναζήτηση της ηδονικής ευχαρίστησης. Η ύπαρξη ενός αισθητηριακού ερεθίσματος είναι αρκετό να οδηγήσει σε σεξουαλική εμπλοκή, χωρίς να αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση η συναισθηματική επένδυση των συντρόφων. Επομένως το κίνητρο για το σεξ είναι η σωματική ικανοποίηση και απόλαυση. Έρωτας και σεξ συνυπάρχουν και εξελίσσονται παράλληλα και αλληλοεξαρτώμενα σε μια αρμονική σχέση, ενώ η κάθε έννοια εμπεριέχει και εκτελεί τις δικές της μοναδικές και κεντρικές λειτουργίες για το ζευγάρι.

Τι ονομάζουμε προσανατολισμό της σεξουαλικής ζωής και σε τι διαφέρει από τη σεξουαλική συμπεριφορά;

Ο σεξουαλικός προσανατολισμός ενός ατόμου καθρεφτίζει την εσωτερική γνώση της σεξουαλικής και συναισθηματικής του προτίμησης. Αντικατοπτρίζει δηλαδή, αν το άτομο είναι ετεροφυλόφιλο, ομοφυλόφιλο ή αμφισεξουαλικό.

Η ανάπτυξή του ξεκινάει στην παιδική ηλικία και εξελίσσεται στην πρώιμη εφηβεία, στην ήβη. Οι ριζικές αλλαγές όμως συμβαίνουν στην κυρίαρχη εφηβεία, ενώ το κλείσιμο της εφηβείας σηματοδοτεί τις περισσότερες φορές και το κλείσιμο του σεξουαλικού προσανατολισμού του ατόμου, την τελική διαμόρφωσή του.

Ο σεξουαλικός προσανατολισμός καθορίζεται από την ψυχολογία, το περιβάλλον και τη βιολογία του ατόμου και θεωρητικά τουλάχιστον, εκφράζεται συνειδητά κατά την έναρξη της ενήλικης ζωής, όπου το άτομο έχει ωριμάσει τόσο βιολογικά όσο και συναισθηματικά. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο προσανατολισμός ενός ανθρώπου δεν αποτελεί συνειδητή επιλογή του και δε σημαίνει απαραίτητα και σεξουαλική συμπεριφορά. Οι δύο έννοιες, του προσανατολισμού και της συμπεριφοράς, δεν είναι ταυτόσημες και τις διαχωρίζει πλήθος κοινωνικο-πολιτισμικών και ψυχολογικών μηχανισμών. Η συναισθηματική προτίμηση και διάθεση για σεξουαλική εμπλοκή δε σημαίνει ότι ακολουθείται από την πραγμάτωση της επιθυμίας αυτής σε σεξουαλική συμπεριφορά, όπως και το αντίστροφο. Έτσι μια γυναίκα μπορεί να έχει εμπλακεί σεξουαλικά με γυναίκα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχει ετεροφυλόφιλο σεξουαλικό προσανατολισμό. Αντίστοιχα ένας άνδρας μπορεί να μην έχει εμπλακεί σεξουαλικά ποτέ με άτομο του ίδιου φύλου, παρόλα αυτά η διάθεση του όπως αυτή φαίνεται στα σενάρια των αυνανιστικών του οργασμών να είναι κατά κύριο λόγω ομοφυλοφιλική.

Τι είναι η σεξουαλική προσδοκία και πώς καθορίζεται;

Η σεξουαλική προσδοκία είναι η αναζήτηση της πραγμάτωσης των ηδονικών και συναισθηματικών «θέλω» του ατόμου. Η ψυχική και βιολογική μας ανάγκη για σεξ σχηματίζει συνεχώς πρότυπα μέσα στα χρόνια, εξελισσόμενα και διαφορετικά, ανάλογα με την περίοδο ζωής και το σύντροφο με τον οποίο βρισκόμαστε. Η επιθυμία ενός ατόμου να εμπλακεί σεξουαλικά καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη σεξουαλική του προσδοκία. Προσδοκεί θετικό αποτέλεσμα από την απόφασή του να ενεργοποιήσει τους σεξουαλικούς του μηχανισμούς επιθυμίας και διέγερσης.

Σε ένα ζευγάρι η σεξουαλική προσδοκία εκφράζεται στο «τι μας αρέσει και τι όχι» και όταν η μεταξύ τους επικοινωνία είναι ποιοτική και ουσιαστική, η προσδοκία του ενός συμπίπτει με του άλλου στην κοινή τους πορεία. Αρκετές φορές η σεξουαλική προσδοκία ενός άνδρα ή μιας γυναίκας αποτελεί και ένδειξη της ψυχικής του ωρίμανσης. Δηλαδή το τι περιμένει και πώς έχει πλάσει τον ιδανικό του σύντροφο αποκαλύπτει ότι το άτομο έχει συνειδητοποιήσει τα θέλω του μέσα από τις ιδιότητες που αποζητάει σε αυτόν. Εμείς επιλέγουμε τους συντρόφους μας ανάλογα με τα πρότυπά μας και το επίπεδο της συναισθηματικής μας ωρίμανσης. Η σεξουαλική απόλαυση και η συναισθηματική ασφάλεια που προσδοκούμε από τη σχέση μας εκφράζει τελικά το κατά πόσο είμαστε αρκετά ώριμοι και συνειδητοποιημένοι να επιλέξουμε αυτόν/αυτήν που είναι ξεχωριστός για εμάς.

Τι είναι σεξουαλικός ρόλος και τι σεξουαλική ταυτότητα;

Ο σεξουαλικός ρόλος ενός ατόμου διαμορφώνεται από το επίπεδο της ψυχικής και βιολογικής του ωρίμανσης στη διεκδίκηση της συναισθηματικής και σεξουαλικής του ικανοποίησης, στην αναζήτηση της συντροφικότητας και του ιδανικού για αυτόν συντρόφου. Αποτελείται από τη σεξουαλική ταυτότητα και τη σεξουαλική λειτουργία, την επιθυμία, τη διέγερση και τον οργασμό. Οι συνιστώσες αυτές τον οδηγούν στην ικανοποίηση και στην απόλαυση ως ανταμοιβή της έκφρασης της σεξουαλικότητάς του.

Η σεξουαλική ταυτότητα από την άλλη διαμορφώνεται από την ταυτότητα του φύλου του ατόμου, το κατά πόσο δηλαδή βιώνει το «είμαι άνδρας, είμαι γυναίκα», από το σεξουαλικό προσανατολισμό του (αν το άτομο είναι ετεροφυλόφιλο, ομοφυλόφιλο ή αμφιφυλόφιλο) και από τις σεξουαλικές του προσδοκίες, στην αναζήτηση δηλαδή των ιδανικών για αυτόν προτύπων.

Όσον αφορά την έννοια της σεξουαλικής ταυτότητας, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι τα άτομα με προβλήματα όρασης έχουν πολλές φορές την τάση να βάζουν όρια και περιορισμούς στο ζήτημα αυτό. Πράγματι, συχνά θεωρούν τους εαυτούς τους «ανεπαρκείς» να έχουν μια υγιή σεξουαλική ζωή, να διεκδικήσουν σεξουαλικά, να επικοινωνήσουν και να φλερτάρουν. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι υπάρχουν άτομα με προβλήματα όρασης που έχουν δυσκολία και δισταγμό στο να αγγίξουν τους άλλους και να τους αγγίξουν οι άλλοι, ταυτίζουν το άγγιγμα κάποιες φορές με τη σεξουαλική παρενόχληση ενώ φαίνεται να «περιορίζουν» τη σεξουαλική τους επιθυμία, ισχυριζόμενοι ότι μόνο η όραση προκαλεί την έναρξη της ερωτικής επιθυμίας.

Τα στάδια της σεξουαλικής λειτουργίας

Η σεξουαλική λειτουργία περιλαμβάνει τέσσερις φάσεις: τη φάση της επιθυμίας, της διέγερσης, του οργασμού και της αποκατάστασης (ηρεμίας). Προκειμένου να υπάρχει μια ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή, οι δύο σύντροφοι πρέπει να περάσουν και από τις τέσσερεις αυτές φάσεις.

1) Επιθυμία: είναι το ψυχικό ερέθισμα που με αφετηρία τα εξωτερικά «μηνύματα» αναπτύσσεται στον εγκέφαλο και των δύο φύλων, και σηματοδοτεί την επιλογή ενός ανθρώπου να εμπλακεί σε σεξουαλική δραστηριότητα. Προκειμένου ένα άτομο να έχει επιθυμία πρέπει να έχει ψυχική και βιολογική υγεία. Οι ορμονικές λειτουργίες κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή τη φάση της επαφής.

2) Διέγερση: Με την παρουσία της επιθυμίας, το σώμα ενεργοποιείται και εκδηλώνει αυτή τη διάθεση, η οποία στον άνδρα αντανακλάται με τη στύση ενώ στη γυναίκα εκφράζεται μέσα από την κολπική εφύγρανση, την κλειτοριδική αύξηση, και τη διόγκωση των μαστών. Οι σωματικές αυτές αντιδράσεις προετοιμάζουν το σώμα για την κύρια φάση της συνουσίας.

3) Οργασμός: ο οργασμός αποτελεί την αποκορύφωση της ψυχικής και σωματικής διέγερσης του άνδρα και της γυναίκας και που σηματοδοτεί την ψυχοσυναισθηματική ικανοποίηση. Στον άνδρα, ο οργασμός εκφράζεται με την εκσπερμάτιση και την ηδονή που τον συνοδεύει ενώ αντίστοιχα στην γυναίκα ο οργασμός ταυτίζεται με την αυξημένη κολπική εφύγρανση, τις συσπάσεις του κόλπου και της μήτρας, την αύξηση των σφίξεων, των αναπνοών και της αρτηριακής πίεσης. Ο οργασμός αποτελεί μια φυσιολογική λειτουργία που για τον άνδρα αντανακλά περισσότερο την ολοκλήρωση σε βιολογικό και ψυχικό επίπεδο ενώ για τη γυναίκα συμβολίζει περισσότερο τη συναισθηματική λειτουργία της ψυχικής αποδοχής της ερωτικής πράξης.

4) Ηρεμία: μετά τη φάση του οργασμού, η σωματική έκφραση της επιθυμίας (διέγερση) αποφορτίζεται και το άτομο επανέρχεται στην ηρεμία και την ψυχική κατάσταση που ήταν πριν από τη σεξουαλική επαφή. Η φάση αυτή αποτελεί το κλείσιμο της ψυχικής και σωματικής έντασης και δίνει στο ζευγάρι χρόνο για συναισθηματική εγγύτητα και γαλήνη.

Διαταραχές της ανδρικής σεξουαλικής λειτουργίας

Η σεξουαλική λειτουργία του άνδρα είναι πιθανό να διαταραχτεί με διάφορους τρόπους και σε κάθε φάση του σεξουαλικού κύκλου. Οι παράγοντες που πυροδοτούν ή εγκαθιστούν ένα σεξουαλικό πρόβλημα στον άνδρα μπορεί να είναι τόσο βιολογικοί όσο και ψυχολογικοί. Οι διαταραχές μπορεί να είναι οι εξής:

  1. Διαταραχές της επιθυμίας, όπου ο άνδρας έχει μειωμένη ή και πλήρως ανασταλμένη επιθυμία να εμπλακεί σε σεξουαλική δραστηριότητα. Παράλληλα, παρουσιάζει μείωση ή και απουσία των ερωτικών σκέψεων και φαντασιώσεων. Σε πιο σπάνιες περιπτώσεις, ο άνδρας μπορεί να έχει και πλήρη αποστροφή προς την ερωτική πράξη. Τα αίτια των διαταραχών της επιθυμίας μπορεί να οφείλονται είτε σε οργανικούς (κυρίως ορμονικούς παράγοντες) ή και σε ψυχολογικούς παράγοντες που αφορούν τη σχέση των δύο συντρόφων.
  2. Διαταραχές της διέγερσης. Οι διαταραχές της διέγερσης στον άνδρα περιλαμβάνουν κυρίως τη στυτική δυσλειτουργία, την παρατεταμένη στύση και τη στυτική διαταραχή δυσμορφικού τύπου. Η στυτική δυσλειτουργία είναι η επανειλημμένη ή μόνιμη αδυναμία επίτευξης και διατήρησης της στύσης, ικανής για διείσδυση και για ολοκλήρωση της σεξουαλικής επαφής. Η διαταραχή της στύσης καταγράφεται ως η συχνότερη σεξουαλική δυσλειτουργία στον ανδρικό πληθυσμό. Τα αίτια της στυτικής δυσλειτουργίας μπορεί να είναι οργανικά (νευρολογικά, αγγειακά, κ.α.), ψυχογενή ή και μεικτά.
  3. Διαταραχές του οργασμού, που περιλαμβάνουν την πρόωρη εκσπερμάτιση, την καθυστερημένη εκσπερμάτιση, την ανεσταλμένη εκσπερμάτιση, την παλίνδρομη εκσπερμάτιση, και τον ανήδονο οργασμό. Η συχνότερη από τις διαταραχές του οργασμού στον άνδρα είναι η πρόωρη εκσπερμάτιση, που ορίζεται ως εκσπερμάτιση που γίνεται με ελάχιστο ερεθισμό πριν ή μετά τη διείσδυση και χωρίς το βουλητικό έλεγχο του άνδρα. Η διαταραχή αυτή προκαλεί ιδιαίτερη ενόχληση στη σύντροφο που δεν «προλαβαίνει» να φτάσει σε οργασμό με τη διείσδυση. Τα αίτια της πρόωρης εκσπερμάτισης είναι συχνότερα ψυχογενούς αιτιολογίας και σχετίζονται κυρίως με το άγχος επίδοσης του άνδρα, την ανάγκη του δηλαδή να ικανοποιήσει σεξουαλικά τη σύντροφό του.
  4. Διαταραχές της αισθητικότητας, που περιλαμβάνουν την υπαισθησία, την υπεραισθησία ή τον πόνο κατά τη σεξουαλική επαφή.

Διαταραχές της γυναικείας σεξουαλικής λειτουργίας

Τα προβλήματα που διαταράσσουν τη σεξουαλική λειτουργία της γυναίκας, φαίνεται ότι οφείλονται συχνότερα σε ψυχογενείς παράγοντες, χωρίς όμως να αποκλείεται και η συμβολή της βιολογίας της γυναίκας, ειδικά σε μεγαλύτερες ηλικίες. Αυτό δεν είναι παράδοξο, αφού η γυναικεία σεξουαλικότητα είναι πιο πολύπλοκη από εκείνη του άνδρα και κυριαρχείται από αρκετές ψυχολογικές επιδράσεις οι οποίες διαμορφώνουν τη σεξουαλική της συμπεριφορά.

Υπάρχουν 4 βασικές κατηγορίες στις οποίες εντάσσονται οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες της γυναίκας:

1. Διαταραχές της επιθυμίας, όπου η γυναίκα εμφανίζει μείωση ή και απουσία διάθεσης για σεξουαλική εμπλοκή ή ακόμα και αποστροφή για οποιαδήποτε είδους σεξουαλική δραστηριότητα. Χαρακτηριστικό στοιχεία των διαταραχών της επιθυμίας είναι η μείωση ή η απουσία των σεξουαλικών σκέψεων και φαντασιώσεων.

2. Διαταραχές της διέγερσης, όπου παρουσιάζεται αδυναμία σωματικής έκφρασης της σεξουαλικής επιθυμίας. Στη γυναίκα έχει τη μορφή της απουσίας της κολπικής εφύγρανσης, την αδυναμία διεύρυνσης κολπικού στομίου κ.ά.

3. Διαταραχές του οργασμού, όπου η γυναίκα δεν μπορεί να φτάσει σε οργασμό μετά από κανονική φάση διέγερσης. Η διαταραχή του οργασμού προκαλεί σημαντική δυσφορία στη γυναίκα.

4. Διαταραχές του πόνου, όπου είναι πιο συχνές στις γυναίκες παρά στους άνδρες και χαρακτηρίζονται από αίσθημα πόνου πριν, κατά ή μετά τη σεξουαλική πράξη.

Πώς νιώθει ένα άτομο με πρόβλημα όρασης με τη σεξουαλικότητά του;

Η σεξουαλικότητα αποτελεί ένα αναπόσπαστο και ιδιαίτερα σημαντικό κομμάτι της προσωπικότητας όλων των ανθρώπων και επηρεάζει την ψυχική και σωματική μας υγεία. Η υγιής σεξουαλικότητα είναι θεμελιώδης για την ανθρώπινη ευτυχία και ολοκλήρωση και αποτελεί βασικό ανθρώπινο δικαίωμα (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας). Ωστόσο η κοινωνία, με πολύ αργούς ρυθμούς, έχει αρχίσει να αναγνωρίζει τη σεξουαλική διάσταση των ανθρώπων με αναπηρίες, συμπεριλαμβανομένων και αυτών με προβλήματα όρασης. Η αναπηρία έχει ιστορικά θεωρηθεί από τις κοινωνίες ως κάτι το έμφυτα αρνητικό που δε συμβαδίζει με τα κοινωνικά πρότυπα του σεξουαλικά γοητευτικού και επιθυμητού.

Η απώλεια της όρασης συχνά θεωρείται από τις πλέον ακινητοποιητικές αναπηρίες, καθώς πιστεύεται ότι επηρεάζει και άλλα βασικά στοιχεία της λειτουργικότητας. Όσον αφορά το κομμάτι της σεξουαλικότητας, η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι με προβλήματα όρασης συχνά αναφέρουν δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις, μειωμένες κοινωνικές δεξιότητες, χαμηλή αυτοεκτίμηση και έλλειψη πληροφόρησης σε σχέση με τις σεξουαλικές λειτουργίες. Τα προβλήματα αυτά δημιουργούνται και συντηρούνται, κατά ένα μεγάλο βαθμό από την κοινωνία, η οποία παραδοσιακά αντιμετωπίζει τα άτομα με αναπηρίες ως «μη σεξουαλικά» ή «περιορισμένα» στη σεξουαλική τους συμπεριφορά.

Άνθρωποι με προβλήματα όρασης συχνά παρουσιάζουν προβλήματα αυτοεκτίμησης και αυτοεικόνας σε σχέση με τη σεξουαλικότητά τους. Η όραση παίζει σημαντικό ρόλο στην κατανόηση και ανάπτυξη της σεξουαλικότητας. Τα βρέφη χτίζουν σταδιακά μια εικόνα εαυτού μέσα από την οπτική επαφή, την ανταλλαγή χαμόγελων, και τη σωματική επαφή με τη μητέρα. Στα μωρά με προβλήματα όρασης, η επικοινωνία αυτή μπορεί να διαταραχθεί λόγω της έλλειψης βλεμματικής επαφής και εν δυνάμει να επηρεάσει την αυτοεικόνα τους και την ικανότητα σύναψης διαπροσωπικών σχέσεων. Στην παιδική ηλικία, η ταυτότητα του φύλου και η αυτοεικόνα του παιδιού χτίζονται και ενισχύονται μέσα από την παρατήρηση και τη μίμηση των άλλων μελών της οικογένειας και των συνομηλίκων τους. Τα παιδιά όμως με προβλήματα όρασης δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα, ούτε και τη δυνατότητα πρόσβασης σε υλικό (π.χ. ταινίες, βιβλία, περιοδικά) που θα τους βοηθήσει να συλλέξουν πληροφορίες πάνω σε θέματα σεξουαλικότητας, όπως το ανθρώπινο σώμα, τις ανατομικές διαφορές των δύο φύλων, την ελκυστικότητα και τη σεξουαλική πράξη. Κατά συνέπεια, είναι αναγκασμένα να βασίζονται πάνω στους άλλους προκειμένου να ενημερωθούν για την ελκυστικότητα και τη σεξουαλικότητά τους. Αν τα μηνύματα που λαμβάνουν είναι θετικά, το πιθανότερο είναι ότι θα αναπτύξουν μια θετική εικόνα εαυτού και σώματος, και υψηλή αυτοεκτίμηση. Αν πάλι τα μηνύματα είναι αρνητικά, τότε είναι πιθανό να βιώσουν μια μη ρεαλιστική εικόνα εαυτού και να δυσκολευτούν στην αποδοχή της σεξουαλικότητάς τους και τη σύναψη διαπροσωπικών σχέσεων στην ενήλικη ζωή.

Δυστυχώς, συχνά οι γονείς και το περιβάλλον των παιδιών με προβλήματα όρασης τείνουν να δρουν υπερπροστατευτικά υπονομεύοντας έτσι την ανάπτυξη και την ανεξαρτησία τους. Διστάζουν να τους μιλήσουν για σεξουαλικά θέματα, να ενθαρρύνουν σεξουαλικές συμπεριφορές και να ενισχύσουν την αυτονομία τους. Τα μαθαίνουν έτσι να είναι παθητικά και εξαρτημένα, χωρίς αίσθηση δύναμης και ελέγχου. Η έλλειψη σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης οδηγεί σε μειωμένη αυτοεκτίμηση και αίσθηση ελέγχου, που συχνά αντικατοπτρίζεται στις σχέσεις τους στην ενήλικη ζωή, στις οποίες μπορεί να νιώθουν μειονεκτικά και να διστάζουν να διεκδικήσουν και να εμπλακούν. Η στάση αυτή μπορεί επίσης να οδηγήσει σε αισθήματα ντροπής και ενοχής γύρω από τη σεξουαλικότητά τους αλλά και να τα θέσει στον κίνδυνο της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης.

Άνθρωποι με προβλήματα όρασης μπορεί επίσης να αντιμετωπίσουν προβλήματα στην επικοινωνία με τους άλλους. Η διαπροσωπική επικοινωνία βασίζεται κατά ένα μεγάλο κομμάτι στην ανταλλαγή μη λεκτικών μηνυμάτων, όπως εκφράσεις του προσώπου, χειρονομίες και στάση σώματος. Οι άνθρωποι με οπτικές αναπηρίες ίσως δυσκολεύονται να λάβουν και να αποκωδικοποιήσουν σωστά τα μηνύματα και τα συναισθήματα των άλλων. Η χρήση της λεκτικής επικοινωνίας, των χαρακτηριστικών της φωνής και η απτική επαφή μπορεί να μην είναι πάντα επαρκείς, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται παρεξηγήσεις. Από την άλλη, οι βλέποντες ενδεχομένως να αισθάνονται άβολα όταν δε λαμβάνουν την ανταπόκριση που περιμένουν και κατά συνέπεια να αποφεύγουν την επαφή με άτομα με προβλήματα όρασης. Ωστόσο, η αποτελεσματική επικοινωνία είναι το κλειδί για τη σύναψη ουσιαστικών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένων και των σεξουαλικών.

Επίσης, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι τα άτομα με προβλήματα όρασης που, πολλές φορές, υιοθετούν ένα αίσθημα ανεπάρκειας και εσωστρέφειας, έχουν την τάση να συντηρούν αυτές τις ανασφάλειες και δεν προσπαθούν να τις καταπολεμήσουν. Πράγματι, συχνά επιλέγουν ερωτικούς συντρόφους που έχουν και εκείνοι παρόμοια προβλήματα με σκεπτικό ότι μόνο εκείνοι θα τους «καταλάβουν». Στην ουσία όμως φαίνεται ότι ανακυκλώνουν τα προβλήματά τους, τα οποία και μεγεθύνονται. Όλο και πιο πολλές σύγχρονες έρευνες καταδεικνύουν ότι είναι πιο ωφέλιμο για τα άτομα με προβλήματα όρασης να σχετίζονται με άτομα που δεν έχουν αντίστοιχες παθήσεις. Αυτό το συμπέρασμα φαίνεται ότι προκύπτει και μέσα από προσωπικές εμπειρίες τυφλών ατόμων που υποστηρίζουν ότι η συναναστροφή και η σχέση με άτομα χωρίς οφθαλμικές παθήσεις τους βοηθάει περισσότερο και αποκτούν ένα αίσθημα ανεξαρτησίας και αποτελεσματικότητας.

Στο σημείο αυτό έχει σημασία να μιλήσουμε και για το αίσθημα του φόβου, το οποίο διακατέχει πολλούς ανθρώπους με δυσκολίες στην όραση. Είναι γεγονός ότι τα άτομα αυτά παρουσιάζουν συχνά ένα είδους φόβο για το άγνωστο που εκδηλώνεται σε πολλούς τομείς της ζωής τους, όπως στη σεξουαλικότητά τους. Ο φόβος αυτός για το άγνωστο γίνεται ορατός και από την αποφυγή του αγγίγματος. Τα άτομα με προβλήματα όρασης υπάρχουν φορές που διστάζουν να αγγίζουν τους άλλους και άρα να επικοινωνούν, με συνέπεια να ενισχύουν την εσωστρέφεια και την απομόνωσή τους. Έχει παρατηρηθεί, μέσα από αναφορές σε σχολές και συλλόγους τυφλών, ότι ο φόβος για το άγγιγμα υφίσταται από την παιδική και εφηβική ηλικία και συντηρείται με συμπεριφορές αποφυγής, π.χ. ένα παιδί διστάζει και έχει φόβο να ακουμπήσει και να χαϊδέψει ένα τριχωτό ζώο.

Δεν είναι λίγα τα άτομα με δυσκολίες όρασης που έχουν την πεποίθηση ότι δεν έχουν σεξουαλική επιθυμία επειδή δε διαθέτουν την «πολύτιμη» αίσθηση αυτή. Η αλήθεια όμως είναι ότι η όραση δεν είναι το μοναδικό κριτήριο για την ενεργοποίηση της σεξουαλικής επιθυμίας. Το «ξύπνημα» της επιθυμίας μπορεί να προκύψει και με άλλους τρόπους, για παράδειγμα με το άγγιγμα όπως περιγράψαμε παραπάνω. Είναι σημαντικό το άτομο να εξοικειωθεί στη διαδικασία αυτή του αγγίγματος η οποία μπορεί σιγά σιγά να το απελευθερώσει σεξουαλικά.

Πιο ειδική αναφορά πρέπει να γίνει και για τα άτομα που χαρακτηρίζονται ως «νεοτυφλοθέντες», άτομα που για κάποιο λόγο έχασαν ξαφνικά την όρασή τους. Η απώλεια της όρασης μπορεί να προκύψει σε οποιαδήποτε ηλικιακή περίοδο, παιδική ηλικία, εφηβεία, τρίτη ηλικία. Οι νεοτυφλοθέντες διακατέχονται από ποικίλα συναισθήματα. Είναι πιθανό να βρίσκονται σε άρνηση για αυτό που συνέβη, να κυριαρχούνται από θυμό, οργή, στεναχώρια και απογοήτευση. Μπορεί να αισθάνονται αδικημένοι από αυτό που έπαθαν, για το σημαντικό «δώρο» της ζωής που έχασαν. Η αλλαγή αυτή στη ζωή τους μπορεί να τους «μπλοκάρει», συχνά δεν μπορούν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες που πρέπει να ακολουθήσουν και αισθάνονται αβοήθητοι και ακινητοποιημένοι. Πολλές φορές αυτή η αλλαγή βιώνεται πιο επώδυνα ανάλογα με το ηλικιακό στάδιο που συνέβη η τύφλωση.  Για παράδειγμα, άλλοι άνθρωποι το βιώνουν πιο επώδυνα στη μέση ηλικία και άλλοι στην εφηβεία.

Η σεξουαλικότητα καθορίζεται κατά ένα μεγάλο βαθμό από το πώς αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας, αλλά και από το ποιον βρίσκουμε εμείς ελκυστικό. Τα άτομα με οπτικές αναπηρίες δυσκολεύονται να κατανοήσουν την ελκυστικότητά τους αλλά και να αξιολογήσουν την ελκυστικότητα των άλλων, καθώς αυτό προϋποθέτει αρχικά την οπτική αναγνώριση. Επιπρόσθετα, το φλερτ, στα αρχικά του στάδια, περιλαμβάνει κυρίως την οπτική επαφή. Κατά συνέπεια, τα άτομα με προβλήματα όρασης, σε κοινωνικές εκδηλώσεις έχουν μειωμένες ευκαιρίες για επικοινωνία με ένα πιθανό ερωτικό σύντροφο και βασίζονται κυρίως στους φίλους τους για να λάβουν ενημέρωση για την εξωτερική εμφάνιση των άλλων αλλά και για το ποιος μπορεί να ενδιαφέρεται για αυτούς. Παρόλα αυτά, η σεξουαλική έλξη, η επιθυμία και η φαντασίωση δεν είναι μόνο οπτικά φαινόμενα. Περιλαμβάνουν επίσης τις λέξεις, τον τόνο της φωνής, τη μυρωδιά, το άγγιγμα και την προσωπικότητα του ατόμου. Εφόσον λοιπόν τα αρχικά εμπόδια στην επικοινωνία ξεπεραστούν, η γνωριμία και η επαφή μπορούν να συνεχιστούν και να εξελιχθούν. Το να ακολουθήσει σεξουαλική δραστηριότητα, ίσως να είναι πιο δύσκολο, εκτός αν έχει δημιουργηθεί μια άνετη ατμόσφαιρα μέσα από την προφορική επικοινωνία. Για το λόγο αυτό πολλές φορές οι άνθρωποι με αναπηρίες εξασκούνται εκ των προτέρων για το τι θα πουν σε μια δοθείσα περίσταση, καθώς αυτό τους προκαλεί λιγότερο άγχος στο να εμπλακούν σε μια ενδεχόμενη σεξουαλική δραστηριότητα.

Από τη μεριά τους, οι πιθανοί σύντροφοι ανθρώπων με αναπηρίες μπορεί να αισθάνονται ότι είναι προσβλητικό το να κάνουν ερωτήσεις για ενδεχόμενη σεξουαλική πράξη. Παρόλα αυτά, αν έχει αναπτυχθεί ένα επίπεδο εμπιστοσύνης και επικοινωνίας, οι ερωτήσεις αυτής της φύσης είναι καλοδεχούμενες, γιατί δημιουργούν μια ευκαιρία για να συζητηθούν αυτά τα θέματα. Όσον αφορά τη φύση της σεξουαλικής επαφής, δε φαίνεται να υπάρχουν σημαντικές διαφορές στη σεξουαλική συμπεριφορά και λειτουργία ανάμεσα στους βλέποντες και τους μη βλέποντες. Μάλιστα, στη σεξουαλική επαφή, οι άνθρωποι με προβλήματα όρασης τείνουν να παρουσιάζουν οξυμένες τις αισθήσεις της ακοής, της όσφρησης και της γεύσης, λόγω της απώλειας της όρασης, γεγονός που συμβάλλει στον καλό συντονισμό με τις αντιδράσεις του συντρόφου.

Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπίσουν τα άτομα με οπτικές αναπηρίες είναι αυτό της πρόσβασης σε κοινωνικά πλαίσια και δραστηριότητες. Συγκεκριμένα, τα άτομα αυτά μπορεί να έχουν περιορισμένες ευκαιρίες συμμετοχής σε κοινωνικές εκδηλώσεις, καθώς η κοινωνία τείνει να τα περιθωριοποιεί και ενδεχομένως ένας βλέπων να διστάζει να βγει με ένα μη βλέποντα, λόγω της κοινωνικής πίεσης και προκατάληψης. Ακόμα όμως και όταν έχουν ευκαιρίες συμμετοχής, έρχονται αντιμέτωπα με προβλήματα πρόσβασης στο χώρο, όπως η μεταφορά τους, ή μη φιλικές συνθήκες, όπως ο μειωμένος φωτισμός των χώρων διασκέδασης, που μεγεθύνει τα προβλήματα των ατόμων με μειωμένη όραση. Για τους λόγους αυτούς, παίζει σημαντικό ρόλο η υποστήριξη από το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον, ώστε τα άτομα με προβλήματα όρασης να αισθάνονται αυτοπεποίθηση στο να διαπραγματευτούν σεξουαλικά και να διεκδικήσουν πιθανούς σεξουαλικούς συντρόφους, αλλά και το δικαίωμα στο γάμο και τη δημιουργία οικογένειας.

Συμπερασματικά, η σεξουαλικότητα φαίνεται να είναι πολύ σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή των ατόμων με προβλήματα όρασης. Τα άτομα αυτά επιθυμούν να φλερτάρουν, να ερωτευτούν, να έχουν μια σχέση και να δημιουργήσουν οικογένεια. Ωστόσο, συχνά παρουσιάζουν ελλιπή ενημέρωση και μειωμένη αυτοπεποίθηση στον τομέα των σεξουαλικών σχέσεων, γεγονός που μπορεί να τους αποθαρρύνει από τη σεξουαλική έκφραση και διεκδίκηση. Η περιορισμένη πρόσβαση στην πληροφόρηση αλλά και στο φυσικό περιβάλλον, η έλλειψη ενθάρρυνσης από το φιλικό και οικογενειακό περιβάλλον, καθώς και οι κοινωνικές προδιαγραφές και προκαταλήψεις για την ελκυστικότητα αποτελούν παράγοντες που ενοχοποιούνται για την καταπίεση και την περιθωριοποίηση της σεξουαλικότητας των ατόμων με προβλήματα όρασης. Η σεξουαλική υγεία αποτελεί θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και είναι χρέος της κοινωνίας να εξασφαλίσει στα άτομα με οπτικές αναπηρίες δικαίωμα στη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, πρόσβαση στη πληροφόρηση και στο φυσικό περιβάλλον αλλά και προστασία των δικαιωμάτων τους, ώστε να δημιουργήσουν μια υγιή σεξουαλική συμπεριφορά και μια ολοκληρωμένη σεξουαλική ζωή.

Συνέπειες της σεξουαλικής δυσλειτουργίας στο άτομο με πρόβλημα όρασης

Το σεξουαλικό πρόβλημα για πολλούς ανθρώπους αποτελεί ένα θέμα ταμπού. Οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν κάποια σεξουαλική δυσλειτουργία αισθάνονται ντροπή, αμηχανία, απογοήτευση και καταβάλλουν προσπάθειες να το κρύψουν από τον περίγυρο από φόβο μην εκτεθούν. Παρόμοια συναισθήματα, καλείται να διαχειριστεί και ένα άτομο με προβλήματα όρασης. Ενδεχομένως να βιώνει με μεγαλύτερη ένταση συναισθήματα ντροπής, ανασφάλειας, θυμού ή αδικίας που ένα σεξουαλικό πρόβλημα του «χτυπά την πόρτα».

Κατά καιρούς έχουν ακουστεί απόψεις οι οποίες θέλουν τα άτομα με αναπηρία να είναι μη σεξουαλικά, σεξουαλικά ανώριμα ή αδύνατα να χειριστούν τη σεξουαλικότητα τους. Αυτό το μήνυμα ακόμα και αν είναι πέρα για πέρα μύθος, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για τη διεκδίκηση της λύσης ενός σεξουαλικού προβλήματος. Οι στερεοτυπικές αντιλήψεις και ο κοινωνικός ρατσισμός κάνουν το άτομο με πρόβλημα όρασης να θεωρεί πως η σεξουαλική του ορμή είναι δευτερογενής και λιγότερο σημαντική. Έτσι προτιμά να σιωπά. Ωστόσο αυτή η σιωπή αντανακλά αφενός τη δυσκολία που υπάρχει στην αναφορά σε θέματα σεξουαλικής υγείας και αφετέρου την κοινωνική αντίληψη, που θέλει τους ανθρώπους με αναπηρία να έχουν λιγότερα δικαιώματα και απαιτήσεις και ως εκ τούτου να είναι άτομα χωρίς σεξουαλική επιθυμία.

Πολλοί είναι εκείνοι που αντιμετωπίζουν τα άτομα με προβλήματα όρασης ως διαφορετικούς από τους ίδιους. Θεωρούν ότι είναι άτομα με ειδικές ανάγκες που πάντα χρειάζονται βοήθεια από κάποιον προκειμένου να επιβιώσουν στην καθημερινότητά τους. Σε μια τέτοια κατάσταση είναι τόσο πολλά τα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν σε απλά, πρακτικά ζητήματα, έτσι ώστε η σεξουαλικότητα είναι ένα είδος «πολυτέλειας». Ακόμα και όσοι αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα όρασης υιοθετούν μια παρόμοια λογική, αυτή που λέει πως «αν κάποιος αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα όρασης, θα έπρεπε να ασχολείται με αυτό, ως πιο σημαντικό και όχι με θέματα που έχουν να κάνουν με το σεξ». Το παραπάνω είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ιδέα που προαναφέρθηκε ότι τα άτομα με προβλήματα όρασης είναι σαν παιδιά βάσει των αναγκών τους, και πως χρειάζεται να τους υπενθυμίζονται συνεχώς οι προτεραιότητες στη ζωή τους. Βάσει αυτού του μύθου, το σεξ σίγουρα δεν πρέπει να είναι μια από τις προτεραιότητές τους.

Ένα σεξουαλικό πρόβλημα έχει αντίκτυπο στην ψυχολογία του ατόμου που το βιώνει. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι το άτομο που πάσχει από κάποιο πρόβλημα όρασης, ειδικότερα εάν αυτό έχει παρουσιαστεί κατά τη διάρκεια της ζωής του και όχι εκ γενετής, έχει επηρεαστεί ψυχολογικά από τους περιορισμούς που δέχεται, είναι εύκολο να συμπεράνει το ψυχικός κόστος που συνοδεύει μια ενδεχόμενη σεξουαλική δυσλειτουργία. Ψυχικές ασθένειες, όπως η κατάθλιψη και οι αγχώδεις διαταραχές είναι πιθανό να συμβούν. Οι αυξανόμενες απαιτήσεις και οι πιεστικές συνθήκες ζωής που κυριαρχούν στις περισσότερες περιπτώσεις προκαλούν στρες, το οποίο μπορεί να οδηγήσει στην κατάθλιψη. Η κακή διάθεση φαίνεται να καθιστά αδύνατη την απόλαυση της ζωής και τίποτα πλέον δε φαίνεται να προσφέρει ευχαρίστηση. Το άτομο μπορεί να κλειστεί στον εαυτό του, να απομονωθεί κοινωνικά, βιώνοντας ενοχικά συναισθήματα για το σεξουαλικό του πρόβλημα. Πολλές φορές το άγχος, οι αρνητικές σκέψεις, η κακή εικόνα ως προς τον εαυτό και το σώμα, είναι συνωδά συμπτώματα ενός σεξουαλικού προβλήματος που καταρρακώνουν το ηθικό και τη γενικότερη ψυχολογική κατάσταση.

Ωστόσο δεν είναι λίγες οι φορές που η ίδια η ψυχοπαθολογία, δηλαδή η ύπαρξη ενός ψυχολογικού προβλήματος «χτυπάει» τη σεξουαλική ζωή του ατόμου. Μια υποβόσκουσα καταθλιπτική διαταραχή ή ακόμα και ύπαρξη ενός καταθλιπτικού επεισοδίου είναι ικανά να δημιουργήσουν ένα σεξουαλικό πρόβλημα. Εξάλλου, ένα από τα κυρίαρχα συμπτώματα της κατάθλιψης είναι η μειωμένη σεξουαλική διάθεση του ατόμου. Σε ένα κλίμα γενικότερης ανηδονίας και μειωμένης ικανότητας για άντληση ευχαρίστησης, το άτομο δεν μπορεί να βιώσει ευχαρίστηση σε επίπεδο ψυχολογικό ή σωματικό ή και τα δυο. Το στρες και οι αγχώδεις διαταραχές ενοχοποιούνται συχνά για την εμφάνιση σεξουαλικών δυσλειτουργιών.

Από την άλλη, ακόμα και αν επιθυμεί να απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό, η ελλιπής κρατική υποδομή, η δυσκολία στο να αναζητήσει και να διαβάσει πληροφορίες για το πού μπορεί να απευθυνθεί, όπως και η δυσκολία του στη μεταφορά αποτελούν επιπλέον τροχοπέδη. Πιθανότατα, για τους παραπάνω λόγους θα χρειαστεί να μιλήσει σε κάποιον για αυτό που του συμβαίνει, προκειμένου να τον κατευθύνει ή ακόμα και να τον συνοδεύσει, καθιστώντας την κατάσταση ακόμα δυσκολότερη.

Για τα άτομα της μέσης ηλικίας η κατάσταση είναι ακόμα πιο δύσκολη, καθώς η κοινωνική αντίληψη στο παρελθόν κυρίως ήθελε τόσο τον άνδρα όσο και τη γυναίκα της μέσης ηλικίας να «μπαίνουν σε σεξουαλική σιγή». Ειδικότερα επικρατούσε η αντίληψη ότι η γυναίκα που μεγαλώνει δεν έχει το δικαίωμα να απολαμβάνει τη σεξουαλική της ζωή, εφόσον αυτή ήταν ταυτισμένη με την αναπαραγωγή. Υπό την έννοια αυτή λοιπόν, άτομα της μέσης ή της τρίτης ηλικίας δυσκολεύονται ακόμη περισσότερο να διεκδικήσουν τη λύση στο σεξουαλικό τους πρόβλημα, θεωρώντας ότι το σεξ έχει ηλικία «έναρξης και λήξης».

Ωστόσο, καθώς η σεξουαλικότητα είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή του κάθε ανθρώπου, οφείλουμε όλοι μας, να προστατέψουμε τη σεξουαλικότητά μας και να προάγουμε τη σεξουαλική μας υγεία, προκειμένου να έχουμε μια καλύτερη κι ευτυχέστερη ερωτική ζωή… Εξάλλου, η σεξουαλικότητα είναι δικαίωμα κάθε ανθρώπου, με ή χωρίς αναπηρία.

Διεκδίκηση των δικαιωμάτων των ατόμων με προβλήματα όρασης στη σεξουαλική τους υγεία.

  1. Στη σεξουαλική έκφραση.
  2. Στην αυτοδιάθεση.
  3. Στην ενημέρωση και τη σεξουαλική αγωγή.
  4. Στην ελεύθερη επιλογή του σεξουαλικού συντρόφου τους.
  5. Στην παροχή και πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής και σεξουαλικής υγείας.
  6. Στο να αποφασίζουν για τη ζωή τους.

Θεραπεία των σεξουαλικών προβλημάτων

Τα σεξουαλικά προβλήματα στην εποχή μας μπορούν να αντιμετωπιστούν, αρκεί το άτομο να αναζητήσει την κατάλληλη βοήθεια από εξειδικευμένους επιστήμονες. Το κίνητρο και η σωστή ενημέρωση παίζουν σημαντικό ρόλο στη δυνατότητα αντιμετώπισης της σεξουαλικής δυσλειτουργίας. Παράλληλα, είναι σημαντικό κάθε γιατρός που παρακολουθεί ασθενείς να ενδιαφέρεται και να ρωτάει για τη σεξουαλική τους υγεία. Η εύρυθμη σεξουαλική λειτουργία είναι σημαντική για την ποιότητα ζωής του ανθρώπου, της σχέσης και του γάμου του.

Α) ΑΝΔΡΑΣ

Πώς αντιμετωπίζεται η στυτική δυσλειτουργία;

Η θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας περιλαμβάνει:

  • Ψυχολογική θεραπεία: Η ψυχοθεραπεία απευθύνεται στον άνδρα που αντιμετωπίζει στυτικό πρόβλημα με ψυχολογικά αίτια, όπου η παρέμβαση γίνεται είτε στον ίδιο ατομικά, είτε μαζί με το σύντροφό του ως θεραπεία ζεύγους. Στην ψυχοθεραπευτική παρέμβαση της στυτικής διαταραχής είναι σημαντικό ο άνδρας να επεξεργαστεί τα δυσάρεστα συναισθήματα που απορρέουν από το στυτικό πρόβλημα και να εκπαιδευτεί στο πώς να διαχειρίζεται το άγχος του σχετικά με το αν θα λειτουργήσει ικανοποιητικά σε μια επόμενη επαφή. Η ψυχοθεραπεία ενδείκνυται και σε προβλήματα υποτονικής επιθυμίας, εφόσον έχουν αντιμετωπιστεί τα οργανικά αίτια που επηρεάζουν αρνητικά την επιθυμία.
  • Φαρμακευτική παρέμβαση: προσφέρει ικανοποιητική και γρήγορη λύση ως προς το αποτέλεσμα και την επαναφορά της σεξουαλικής ζωής στον άνδρα.
  • Ιατρικές τεχνικές επεμβάσεις: απευθύνονται σε πιο πολύπλοκα και πιο δύσκολα προβλήματα στυτικής διαταραχής με οργανικά νοσήματα, που επιφέρουν βαρύτερες βλάβες στην ποιότητα της στυτικής λειτουργίας.

Πώς αντιμετωπίζονται τα προβλήματα οργασμού στον άνδρα;

Η ψυχοθεραπευτική παρέμβαση, ατομική ή θεραπεία ζεύγους, χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στην πρόωρη και την ανεσταλμένη εκσπερμάτιση. Στόχος είναι η ενίσχυση του σεξουαλικού ρόλου, η ενημέρωση και η ανασκευή διαστρεβλωμένων αντιλήψεων για τη σεξουαλική επαφή, αλλά και η αναγνώριση των πηγών και των επιπτώσεων του άγχους. Η χρήση ειδικών τεχνικών και ασκήσεων βοηθάει σε ένα καλύτερο αποτέλεσμα.

Στη θεραπεία της πρόωρης εκσπερμάτισης χρησιμοποιείται, με πολύ καλά αποτελέσματα και η φαρμακευτική παρέμβαση, η οποία αναστέλλει τη διαταραχή όσο χορηγείται η φαρμακευτική ουσία.

Πώς αντιμετωπίζονται οι διαταραχές της αισθητικότητας των γεννητικών οργάνων;

Ο οργανικός έλεγχος από ουρολόγο-ανδρολόγο είναι το πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων. Εφόσον δεν υπάρχουν οργανικά αίτια, η ψυχοθεραπευτική παρέμβαση βοηθάει το άτομο να ξεπεράσει αυτές τις δυσλειτουργίες.

Β) ΓΥΝΑΙΚΑ

Η αντιμετώπιση των σεξουαλικών δυσλειτουργιών στη γυναίκα γίνεται τόσο σε βιολογικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Οι ορμόνες της γυναίκας παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην εύρυθμη σεξουαλική της λειτουργία και ιδιαίτερα στην επιθυμία της. Οι διαταραχές του ορμονικού άξονα αναστέλλουν την επιθυμία, τη διέγερση και τον οργασμό της. Για αυτό ο οργανικός έλεγχος είναι το πρώτο βήμα προκειμένου να προχωρήσει στην επίλυση του σεξουαλικού προβλήματος. Για παράδειγμα, είναι σημαντικό να υπάρχει φαρμακευτική αντιμετώπιση των προβλημάτων του θυρεοειδή ή ακόμη και χειρουργικές επεμβάσεις σε αδενώματα που δυσκολεύουν τη σωστή σεξουαλική λειτουργία της γυναίκας. Επίσης, σε περιπτώσεις ατροφίας του κόλπου εφαρμόζονται τοπικά λιπαντικά σκευάσματα (κρέμες ή κολπικά υπόθετα) τα οποία προσφέρουν σημαντική βοήθεια. Τέλος, οργανικά προβλήματα που προκαλούν δυσπαρεύνια, όπως η ενδομητρίωση, πρέπει να αντιμετωπίζονται χειρουργικά.

Ψυχοθεραπεία

Η ψυχοθεραπευτική προσέγγιση των σεξουαλικών δυσλειτουργιών στη γυναίκα (μειωμένη επιθυμία, σεξουαλική αποστροφή, διαταραχή οργασμού και διαταραχές πόνου) αποσκοπεί στην αποκατάσταση της σεξουαλικής λειτουργίας της ίδιας και του συντρόφου της. Η παρέμβαση στο άγχος και στα αρνητικά συναισθήματα που την επιφορτίζουν είναι σημαντική για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Μεγάλη έμφαση δίνεται επίσης, στην επικοινωνία του ζευγαριού που θεωρείται καθοριστικός παράγοντας και για τη σεξουαλική τους ζωή. Πολύ συχνά, οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες στη γυναίκα αντανακλούν μια προβληματική επικοινωνία του ζευγαριού, αλλά και συναισθήματα που δεν εκφράζονται στο ζευγάρι. Αυτά τα «κρυμμένα» συναισθήματα διοχετεύονται στο σεξουαλικό πρόβλημα, που αν δεν επιλυθεί φέρνει το ζευγάρι σε απογοήτευση, απόγνωση και σε σύγκρουση. Η αναγνώριση και η έκφραση αυτών των συναισθημάτων είναι βασικό κομμάτι της θεραπευτικής διεργασίας.

Συμπερασματικά, η διεκδίκηση της λύσης είναι ο καλύτερος σύμμαχος απέναντι σε οποιοδήποτε σεξουαλικό πρόβλημα. Η σεξουαλική υγεία είναι δικαίωμα όλων προκειμένου να αισθανόμαστε, να απολαμβάνουμε, να μοιραζόμαστε και να ζούμε καλύτερα.

Τα οφέλη της σεξουαλικής ζωής στην ψυχική και στη σωματική υγεία.

Τα τελευταία χρόνια, επιβεβαιώνεται και ερευνητικά ότι η σεξουαλική ζωή έχει ευεργετικές επιπτώσεις στον άνθρωπο, τόσο σε βιολογικό όσο και σε ψυχοσυναισθηματικό επίπεδο. Σήμερα, οι επιστήμονες θεωρούν την ενεργό σεξουαλική ζωή ως ένα παράγοντα που συμβάλλει στην παράταση του χρόνου ζωής, στην καλύτερη καρδιακή λειτουργία, σε μεγαλύτερη ανοχή στον πόνο, στην ενδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος και στην προστατευτική δράση απέναντι σε μια σειρά νεοπλασματικών παθήσεων.

Αυτή η ευεργετική επίδραση του σεξ φαίνεται να σχετίζεται με την οξυτοκίνη, μια ορμόνη τα επίπεδα της οποίας αυξάνονται κατά τη διάρκεια του σεξ. Η οξυτοκίνη δρα ρυθμιστικά στη σωματική θερμοκρασία, στην αρτηριακή πίεση, στην επούλωση των πληγών, καθώς και στην ανακούφιση από τον πόνο. Παράλληλα, έχει βρεθεί ότι οι ορμόνες που απελευθερώνονται κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης ενδέχεται να έχουν προστατευτική δράση απέναντι στον καρκίνο του μαστού στις γυναίκες και του καρκίνου του προστάτη στους άνδρες.

Εξάλλου, η σεξουαλική πράξη αποτελεί μια εξαιρετική αεροβική άσκηση με θετικές επιπτώσεις στο καρδιαγγειακό σύστημα. Πράγματι, υπολογίζεται πως κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης καταναλώνουμε περίπου 200 θερμίδες. Επίσης, κατά τη διάρκεια του οργασμού αυξάνονται οι καρδιακοί παλμοί και η αρτηριακή πίεση με πιθανό αποτέλεσμα την προστασία από καρδιακές παθήσεις.

Εξίσου σημαντικές είναι και οι θετικές προεκτάσεις του σεξ στην ψυχική υγεία του ατόμου. Χωρίς αμφιβολία, η ενεργός σεξουαλική ζωή αποτελεί σημαντική ασπίδα απέναντι σε ψυχικά προβλήματα, όπως είναι για παράδειγμα η κατάθλιψη. Η σεξουαλική ζωή στηρίζει την αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση του ατόμου, ενισχύει την κοινωνικότητά του και την υγιή του ένταξη στο κοινωνικό σύνολο. Έτσι, το σεξ, μέσα από ένα ευρύ φάσμα ευεργετικών επιπτώσεων, αποτελεί αναμφίβολα ένα δείκτη ευεξίας και ποιότητας ζωής. Για το λόγο αυτό, οφείλουμε να προστατεύσουμε και να διαφυλάξουμε τη σεξουαλική μας ζωή από τους κινδύνους που την απειλούν, είτε αυτοί οι κίνδυνοι έχουν τη μορφή σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων είτε τη μορφή ενός σεξουαλικού προβλήματος, μιας ψυχικής διαταραχής ή μιας κακής διαπροσωπικής επικοινωνίας.

Εκτυπώθηκε στα πλαίσια συνεργασίας με το Ινστιτούτο Ψυχικής & Σεξουαλικής Υγείας

Δρ. Θάνος Ασκητής

Διεύθυνση: Κηφισίας 360 & Θερμοπυλών 2, Χαλάνδρι, Αθήνα, Τ.Κ. 15233