ΑΘΗΝΑ 2003

α) Στάσεις της Ελληνικής Κοινωνίας για τα άτομα με προβλήματα όρασης

β) Η Ελληνική Οικογένεια σήμερα

γ) Η Οικογένεια και Άτομα με Πρόβλημα Όρασης

  • ψυχολογικές συνέπειες στους γονείς
  • ψυχολογικές συνέπειες στα αδέλφια
  • συμπεριφορές του άμεσου και έμμεσου κοινωνικού περιβάλλοντος της οικογένειας ατόμων με προβλήματα όρασης
  • οικονομικές επιπτώσεις
  • ρεαλιστική αντιμετώπιση του ατόμου με προβλήματα όρασης από την οικογένεια

δ) Προτάσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικογένειας ατόμων με προβλήματα όρασης

  • αντιμετώπιση των ψυχολογικών συνεπειών
  • προτάσεις για καλύτερη επικοινωνία με το άμεσο και έμμεσο κοινωνικό περιβάλλον της οικογένειας
  • δυνατότητες για βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της οικογένειας
  • προτάσεις για ένα καλύτερο μέλλον των οικογενειών των ατόμων με προβλήματα όρασης.

α) Στάσεις της Ελληνικής Κοινωνίας για τα άτομα με προβλήματα όρασης

Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν από την αρχαιότητα βλέπουμε το διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης της τυφλότητας. Η αντίληψη ότι ο Όμηρος ήταν τυφλός και οι αναφορές για τυφλούς ποιητές, μουσικούς και μάντεις, φανερώνουν κάποιες θετικές στάσεις της κοινωνίας στην Αρχαία Ελλάδα απέναντι στους τυφλούς. Υπήρχαν και αντιλήψεις ότι η τυφλότητα είναι τιμωρία των θεών για πράξεις των γονέων ή του ίδιου του τυφλού. Ο Χριστιανισμός ως νέα θρησκεία η οποία επικράτησε στον Ελλαδικό χώρο διακηρύττει, όπως φαίνεται και στη γνωστή Ευαγγελική Περικοπή της θεραπείας του τυφλού ότι η τυφλότητα δεν είναι τιμωρία του Θεού ούτε των γονέων του. Τον εικοστό αιώνα μετά την ίδρυση του Οίκου Τυφλών στην Καλλιθέα, το 1906, μέσω της εκπαίδευσης των τυφλών και τη συμμετοχή τους στην παραγωγική διαδικασία σε ποικίλες δραστηριότητες και στην κοινωνική ζωή, διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για αλλαγή αρνητικών αντιλήψεων και στάσεων. Η δράση του κινήματος των τυφλών, ιδιαίτερα στη δεκαετία του ’70, η ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ., η επαγγελματική αποκατάσταση υψηλού ποσοστού ατόμων με προβλήματα όρασης, η υλοποίηση προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η συνεχής παρουσία των τυφλών σε ποικίλες δραστηριότητες και στην κοινωνική ζωή, έχουν ως αποτέλεσμα την διαμόρφωση θετικών στάσεων για τα άτομα με προβλήματα όρασης στις μέρες μας, με αποτέλεσμα καλύτερες συμπεριφορές από γονείς οι οποίοι έχουν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα του παιδιού τους με προβλήματα όρασης, αλλά και του άμεσου και έμμεσου περιβάλλοντος της οικογένειας, στο οποίο η περισσότερη ενημέρωση, για τις δυνατότητες των ατόμων με προβλήματα όρασης, διαμορφώνει από το περιβάλλον αυτό (συγγενείς, φίλοι και γενικότερα το κοινωνικό σύνολο) καλύτερες στάσεις.

β) Η Ελληνική Οικογένεια σήμερα

Η οικογένεια ως κοινωνικός θεσμός επηρεάζονται από τις ευρύτερες κοινωνικές μεταβολές. Οι μεταβολές αυτές οι οποίες επηρέασαν κατά τον 20ο αιώνα και συνεχίζουν να επηρεάζουν και στις μέρες μας την οικογένεια είναι:

  1. Η μεταβολή της ελληνικής κοινωνίας από αγροτική παραδοσιακή πριν τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, σε αστική – βιομηχανική μετά το 1950, ως αποτέλεσμα μετακινήσεων πληθυσμού από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα, συντελώντας παράλληλα σε αλλαγές στον τρόπο συλλογικής και ατομικής ύπαρξης.

Βασικό χαρακτηριστικό της αγροτικής παραδοσιακής κοινωνίας, η οποία υφίσταται και σήμερα σε μικρότερο ποσοστό στην ύπαιθρο, είναι η ενότητα της ομάδας, ενώ της αστικής – βιομηχανικής (κοινωνίας) ο ατομικισμός. Οι αλλαγές αυτές επηρέασαν και την ελληνική οικογένεια, η οποία από εκτεταμένη (σ’ αυτή την μορφή της οικογένειας ζουν μαζί γονείς, παιδιά, αδέλφια, παππούδες). Συχνότερα σήμερα η οικογένεια είναι πυρηνική (οι γονείς ζουν μόνο με τα παιδιά), μονογονεϊκή (ζει ο ένας γονέας με τα παιδιά) και άλλες μορφές σε μικρότερο ποσοστό. Η διαφοροποίηση του οικογενειακού ρόλου στο χρόνο, με την σημαντική αύξηση του μέσου όρου ζωής ως αποτέλεσμα της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου και της προόδου της ιατρικής, τη μείωση του αριθμού των παιδιών, τα οποία αποκτά το ζευγάρι στα πρώτα χρόνια του γάμου, επιμηκύνουν την διάρκεια του κύκλου οικογενειακής ζωής όπως η ύπαρξη υπερήλικων μελών τα οποία επηρεάζουν τη ζωή της οικογένειας.

γ) Η Οικογένεια και Άτομα με Πρόβλημα Όρασης

Αρκετοί συγγραφείς τονίζουν την σπουδαιότητα της στάσης των γονέων των ατόμων με προβλήματα όρασης, γιατί αυτή η στάση επηρεάζει τον προβληματισμό των ίδιων των ατόμων με προβλήματα όρασης, για την ιδιαιτερότητα τους. Επισημαίνεται από διάφορους συγγραφείς ότι οι διάφορες στάσεις των γονέων οι οποίες επηρεάζουν την ζωή του ατόμου με προβλήματα όρασης και συνολικότερα τη ζωή της οικογένειας, είναι ποικίλες. Αυτές σχετίζονται με 1) τη σοβαρότητα του προβλήματος της όρασης, 2) τις τάσεις και αντιλήψεις που επικρατούν στην κοινωνία την συγκεκριμένη περίοδο, εκεί που ζει η οικογένεια, 3) με τη δομή της οικογένειας (εκτεταμένη, πυρηνική, μονογονεϊκή) και τις ευρύτερες αλλαγές στην λειτουργία της, 4) από την συμμετοχή των γονέων ατόμων με προβλήματα όρασης στους συλλόγους γονέων και σε προγράμματα ενημέρωσης, 5) από τη στάση του άμεσου και έμμεσου περιβάλλοντος της οικογένειας, 6) από την προσωπικότητα των γονέων ή αδελφών αν υπάρχουν, 7) από την κάλυψη των αναγκών του ατόμου με προβλήματα όρασης και της οικογένειας του από τις συναφείς υπηρεσίες. Στον προγραμματισμό παρεμβάσεων για τη στήριξη των οικογενειών ατόμων με προβλήματα όρασης οι παραπάνω παράγοντες θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου ο κάθε παράγοντας χωριστά και όλοι μαζί ως σύνολο να διαμορφώνονται έτσι ούτως ώστε να έχει η οικογένεια και το άτομο με προβλήματα όρασης το μέγιστο όφελος.

Η στάση της οικογένειας απέναντι στο τυφλό παιδί

Την στιγμή κατά την οποία γνωστοποιείται η ασθένεια ( ή η αναπηρία) του παιδιού προκαλείται μια πολύ σοβαρή διαταραχή στην ισορροπία της οικογένειας. Στον άμεσο πόνο και στην απογοήτευση αρχικά αντιδρά κανείς με δυσπιστία (και ως εκ τούτου η αγωνιώδης αναζήτηση ειδικών, με την ελπίδα ότι θα ακούσουν πως δεν πρόκειται για κάτι σοβαρό, αναμένοντας παράλληλα αδύνατες και θαυματουργές λύσεις), με καρτερική άφεση στην συνέχεια.

Κατά συνέπεια ριζώνει στους γονείς, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, ένα αίσθημα ενοχής, που, μέσα από μια βασανιστική αναζήτηση των αιτιών, οδηγεί σε λόγους αμοιβαίας καχυποψίας και σε αμοιβαία απόδοση αυτής της ενοχής. Η αναπηρία απορρίπτεται και κατά συνέπεια, ασυνείδητα, απορρίπτεται το ίδιο το παιδί. Από αυτό, για να σωπάσουν οι τύψεις, έχουμε την υπερπροστατευτική στάση της οικογένειας, που είναι πάντα η άλλη πλευρά του νομίσματος. Αυτή πνίγει με φροντίδες το παιδί και κάνοντας τα πράγματα αντί αυτού το εμποδίζει να πραγματοποιήσει τις απαραίτητες εμπειρίες για να αναπτυχθεί, υποχρεώνοντας το σε μια κατάσταση παθητικής εξάρτησης και σχετικής αδράνειας. Υπάρχει ο-φόβος ότι δεν θα ξέρει τι να κάνει, ότι θα πάθει κακό, γι’ αυτό συχνά το τυφλό παιδί συνεχίζουν να το ταΐζουν πολύ πιο πέρα από την ηλικία κατά την οποία οι συνομήλικοι του τρώνε μόνοι τους. Το ίδιο και για τις άλλες δραστηριότητες της καθημερινής ζωής που τόση σημασία έχουν για την συνολική ανάπτυξη του παιδιού.

Το αποτέλεσμα είναι ότι το μικρό, τυφλό παιδί, όπως ήδη έχουμε πει, παρουσιάζει συνήθως μια αισθητηριο-κινητική καθυστέρηση σε σχέση με τον συνομήλικο του που βλέπει.

Αναγκαιότητα για μια ιατρική ψυχο-κοινωνική υπηρεσία

Ωστόσο μία ιατρικό-ψυχο-κοινωνική υπηρεσία που να είναι σε θέση να φτάσει εγκαίρως στην οικογένεια που διαπιστώνεται η αναπηρία του παιδιού (που όπως είδαμε προηγουμένως είναι η στιγμή κατά την οποία ο αποπροσανατολισμός είναι μεγαλύτερος και κατά την οποία λαμβάνονται άστοχες αποφάσεις), θα μπορούσε να είναι μεγάλης χρησιμότητας.

Δίνοντας όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και κάνοντας τους να αποκτήσουν συνείδηση, θα μπορούσαν να αποφύγουν το τρέξιμο από τη μια κλινική στην άλλη (με τις αναπόφευκτα συνεπαγόμενες απογοητεύσεις), αλλά πάνω από όλα θα μπορούσαν να κάνουν τα μέλη της οικογένειας να αρχίσουν και να ενεργοποιήσουν μια κατάλληλη εκπαίδευση έναντι του ανάπηρου παιδιού.

Κατά συνέπεια από την αρχή, δηλαδή από την στιγμή που θα διαπιστωθεί η αναπηρία, είναι απαραίτητη η επέμβαση ειδικευμένων λειτουργών που θα βοηθήσουν την οικογένεια να ξεπεράσει το τραύμα, να αποδεχτεί το παιδί και να βάλει στη σωστή βάση, ιδίως όσον αφορά την μητέρα, την σχέση με το παιδί.

Οι πρώτοι μήνες

Το τυφλό παιδί, λόγω έλλειψης οπτικής αντίληψης, φαίνεται γενικά ως ένα πολύ ήσυχο παιδί, που περνά πολλές ώρες ακίνητο στην κούνια χωρίς πολλές απαιτήσεις. Αλλά αυτό είναι ένα σύμπτωμα που πρέπει να προβληματίσει. Η όραση είναι πράγματι ένα βασικό κανάλι επικοινωνίας και κατά συνέπεια, το πρώτο χρονικό διάστημα, βασικό επίσης και στις σχέσεις μητέρας-παιδιού, με την απουσία της όρασης ασφαλώς δημιουργούνται προβλήματα σχέσης και κίνδυνοι αναστολής της ψυχοκινητικής ανάπτυξης, με συνέπεια την ανάπτυξη ανώμαλων συμπεριφορών.

Είναι κατά συνέπεια απαραίτητο η οικογένεια να έχει συνείδηση ότι το παιδί θα έχει μία ανάπτυξη πιο αργή σε σχέση με τα άλλα παιδιά, ότι, με την απουσία των ερεθισμάτων που προέρχονται από την όραση, θα αρχίσει να σηκώνει αργότερα το κεφάλι, να χρησιμοποιεί τα χέρια για να προσπαθήσει να πιάσει τα πράγματα, για να κάνει τα πρώτα βήματα.

Όταν ένα αντικείμενο δεν μπορεί να το φθάσει με τα χέρια του, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, γίνεται πράγματι ανύπαρκτο για το τυφλό παιδί, εξαφανίζεται, κατά συνέπεια αυτό δεν το ψάχνει, δεν προσπαθεί να το πιάσει, να το φθάσει μπουσουλώντας και κατά συνέπεια, θα κάνει αργότερα τις πρώτες προσπάθειες που θα το οδηγήσουν στο να μάθει να περπατάει.

Τα πρώτα βήματα

Το τυφλό παιδί έχει λίγα κίνητρα για να κινηθεί. Πιο συγκεκριμένα έχει μόνο τα απτικά και τα ηχητικά. Μη έχοντας οπτικούς αντικειμενικούς σκοπούς να φθάσει δεν είναι πρόθυμο να κινηθεί. Αν σκεφτούμε επίσης ότι η δυνατότητα μίμησης είναι αδύνατη, μπορούμε να καταλάβουμε την αιτία της κινητικής του καθυστέρησης.

Όσον αφορά την εσώτερη ανάγκη για κίνηση, αυτό την ικανοποιεί γυρνώντας γύρω από τον εαυτό του, στο χώρο ενός τετραγωνικού μέτρου, κάνοντας κινήσεις καθισμένο ή κινώντας ρυθμικά το κεφάλι και τα μπράτσα. Ικανοποιεί δηλαδή την ανάγκη του για κίνηση μέσα από τα τικ, αποφεύγοντας έτσι την ανασφάλεια που δοκιμάζει όταν κινείται σε άγνωστο χώρο και που του προσφέρει ηθική ικανοποίηση από ενδεχόμενες απογοητεύσεις που έχει δοκιμάσει.

Εν τούτοις, κατά τον δέκατο τέταρτο μήνα της ζωής, και το τυφλό παιδί, γενικά, αρχίζει να περπατά. Αυτό είναι λοιπόν σε θέση να το κάνει, αλλά θα πρέπει να ενθαρρυνθεί να βρει τα κίνητρα για να κινηθεί.

Για ένα τυφλό παιδί η διεύθυνση προς την οποία μπορεί να κατευθυνθεί μπορεί να είναι μόνο μια ηχητική πηγή ή ένα οπτικό ερέθισμα. Στους ήχους είναι προσηλωμένο, αλλά συχνά είναι ήχοι ασυνεχείς και αποσπασματικοί και κατά συνέπεια χωρίς νόημα γι’ αυτό, για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο να του δοθεί η ευκαιρία να έχει επίσης πολλές απτικές εμπειρίες. Είναι απαραίτητο κατά συνέπεια, η οικογένεια να ξέρει ότι χρειάζεται να δώσει στο παιδί ευκαιρίες οπτικο-ακουστικού χαρακτήρα, ότι χρειάζεται να του μιλάει πολύ, να παίζει πολύ μαζί του, να το παίρνει αγκαλιά, να το καθοδηγεί στις κινήσεις του με υποδείξεις και με λεκτική ενθάρρυνση

Αν αυτά τα καθοδηγούμενα ερεθίσματα είναι ανεπαρκή, αρχίζει μία προοδευτική παλινδρόμηση της κινητικής δραστηριότητας.

Το παιδί αρνείται την κίνηση γιατί δεν νοιώθει την ανάγκη, περιοριζόμενο στο να μιμείται με την φωνή τους ήχους που αντιλαμβάνεται.

Έχουμε έτσι υπερβολικές εκδηλώσεις ηχολαλίας, που στην συνέχεια εξελίσσονται σε βερμπαλισμό, δηλαδή η κενή ονομασία και ομιλία για πράγματα, που να του δώσουμε την δυνατότητα να πιάνει με τα χέρια του πολλά αντικείμενα, αν είναι δυνατόν και αντικείμενα που να παράγουν ήχο, καλώντας το να αγγίζει τα πάντα: από την τροφή μέχρι το σώμα του το σώμα της μητέρας του των αδελφών του, προσπαθώντας να αποφύγουμε τόσο την υπερπροστασία όσο και την υπερβολική ποσότητα ερεθισμάτων, στην πραγματικότητα δεν γνωρίζει και δεν έχει εμπειρία απ’ αυτά (θα πει ότι το κάρβουνο είναι μαύρο γιατί το ακούει να το λένε, αλλά, μη έχοντας το αγγίξει ποτέ, δεν θα ξέρει ότι είναι επίσης εύθρυπτο, θα πει ότι το χιόνι είναι λευκό, αλλά, μη έχοντας το πιάσει ποτέ στα χέρια, δεν θα ξέρει ότι είναι επίσης παγερό κ.τ.λ.)

Οι στόχοι που θα πρέπει να πραγματοποιηθούν θα πρέπει να είναι εκείνοι που έχουν σχέση με την αυτονομία του, θα πρέπει δηλαδή να στοχεύουμε στο να το κάνουμε να περπατάει, να προσανατολίζεται μόνο του μέσα στο σπίτι, στην συνέχεια να ντύνεται, να πλένεται, να είναι αυτόνομο όσον αφορά τις φυσικές ανάγκες κ.τ.λ.

Όλα αυτά μέσα από μία εντατική εκπαίδευση που να στοχεύει πρωταρχικά στην καλλιέργεια των υπόλοιπων αισθήσεων (αφής, ακοής, γεύσης, όσφρησης) και στην ανάπτυξη της ψυχοκινητικότητας.

Όταν στην οικογένεια υπάρχουν άλλα παιδιά

Οι γονείς ενός τυφλού παιδιού συχνά προβληματίζονται αν θα είναι σκόπιμο να αποκτήσουν ένα άλλο παιδί. Θα ήταν καλό για τους γονείς και για το τυφλό παιδί να υπήρχε στην οικογένεια κάποιο άλλο αδελφάκι. Οι γονείς θα αισθανόντουσαν έτσι αποκαταστημένοι γιατί μπόρεσαν να φέρουν στον κόσμο επίσης ένα παιδί φυσικά κανονικό, ακόμη και αν αυτό φαίνεται αρκετά παράλογο γιατί πολύ σπάνια η τυφλότητα των απογόνων καταλογίζεται στους γονείς. Οι περισσότεροι γονείς υποσυνείδητα μέμφονται τον εαυτό τους και αισθάνονται αμηχανία μπροστά στην τυφλότητα του πρώτου παιδιού, ενώ νοιώθουν ανακούφιση αν ένα άλλο παιδί προσφέρει σ’ αυτούς την ευκαιρία να παραπονεθούν για την φύση μάλλον παρά για τον ίδιο τον εαυτό τους. Πρόκειται για μια αλλαγή συναισθημάτων που έχει αντίκτυπο σε όλη την οικογένεια και αυτό λειτουργεί ευεργετικά επίσης και στο τυφλό παιδί.

Ένα άλλο παιδί στην οικογένεια, είτε αυτό έχει γεννηθεί πριν ή μετά το τυφλό παιδί, συμβάλει στο να ομαλοποιήσει την θέση αυτού του τελευταίου: πράγματι, οι γονείς δεν συγκεντρώνουν όλη τους την προσοχή και τα άγχη επάνω του και το άλλο παιδί συνιστά, κάτω από πολλές απόψεις, ένα διορθωτικό παράγοντα. Αυτό το ίδιο τους δείχνει αυτό που μπορούν να περιμένουν και τι μπορούν να ζητήσουν από ένα τυφλό παιδί μέσα σε μια οικογενειακή κατάσταση. Οι γονείς πρέπει να αποφύγουν να δώσουν υπερβολική προσοχή στο ένα ή στο άλλο από τα παιδιά τους, εκτός αν αυτό είναι δικαιολογημένο και στιγμιαίο. Οφείλουν επίσης να μάθουν να καθιστούν συμμετέχοντα όλα τους τα παιδιά στις οικογενειακές υπευθυνότητες, όπως και στις κοινές διασκεδάσεις. Στο τυφλό παιδί θα πρέπει να ανατεθούν καθήκοντα και δικαιώματα ανάλογα με εκείνα των αδελφών που βλέπουν.

Είναι φυσικό τα άλλα παιδιά να εκδηλώνουν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο την θέληση τους να βοηθήσουν το τυφλό παιδί και αυτό ωφελεί και τα δύο μέρη.

Εν τούτοις, υπάρχει ο κίνδυνος να ζητηθεί από τα παιδιά που βλέπουν να βοηθήσουν κατά τρόπο υπερβολικό. Π.χ. ένας μεγαλύτερος αδελφός ή αδελφή θα βρει φυσικό να συνοδεύσει στο σχολείο το τυφλό παιδί, αυτό θα μπορούσε να γίνει βαρύ αν στερούσε πολύ συχνά από τα παιδιά την συντροφιά των συμμαθητών τους κατά την διαδρομή σχολείο-σπίτι. Η δυσφορία γι’ αυτή την υποχρεωτική προσφορά μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις, ακόμη και αν δεν εκδηλώνεται φανερά από τον φόβο της αποδοκιμασίας. Ωστόσο οι γονείς θα πρέπει να προσέχουν να μην αναθέτουν πολλές υπευθυνότητες στους αδελφούς και στις αδελφές του τυφλού παιδιού. Οι βλέποντες αδελφοί τείνουν φυσικά να θεωρήσουν ότι το τυφλό παιδί βρίσκεται σε μια προνομιακή κατάσταση, γιατί είναι σχεδόν αναπόφευκτο οι γονείς να μην του αφιερώσουν λίγη προσοχή περισσότερο. Είναι απαραίτητο να αποφεύγετε να το επαινείτε υπερβολικά και να δείχνετε προτιμήσεις εις βάρος των άλλων.

Όλα αυτά τα άτοπα, είτε κατ’ υπερβολή είτε κατ’ έλλειψη, δεν είναι δύσκολο να αποφευκτούν σε μια οικογένεια στην οποία επικρατούν οι καλές γενικές σχέσεις. Η ευαισθησία του καθ’ ενός επιτρέπει να δημιουργηθεί αυτό που είναι σωστό και βοηθά όλους να νοιώθουν ασφαλείς και να σέβονται τα δικαιώματα και τα αισθήματα των άλλων.

Αναγκαιότητα φοίτησης στο κοινό σχολείο

Μέχρι πριν λίγο καιρό τα τυφλά παιδιά ή δεν πήγαιναν καθόλου στο νηπιαγωγείο ή πήγαιναν στα νηπιαγωγεία για τυφλά παιδιά.

Σήμερα σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, είναι δυνατόν οι τυφλοί να γραφτούν τόσο στα κοινά σχολεία όσο και στα ειδικά.

Οι θεωρητικές αντιλήψεις που δικαιολογούν τα ειδικά σχολεία για τυφλούς είναι εκείνες που μπορούμε να ορίσουμε των δύο χρόνων: Πρώτα πραγματοποιείται η εκπαίδευση σε ξεχωριστή κατάσταση για “ομαλοποίηση”, όσο είναι δυνατόν, του υποκειμένου, στην συνέχεια ενδεχομένως εντάσσεται στο κοινό σχολείο και στην ζωή.

Εντούτοις, σ’ αυτή την υπόθεση, υπάρχει αντίλογος από πολλά μέρη, ότι δηλαδή αν ο σκοπός είναι εκείνος της γνωστικής, συναισθηματικής και κοινωνικής ανάπτυξης του τυφλού για να είναι σε θέση να συμμετάσχει στην ζωή όλων, πρωταρχική προϋπόθεση είναι εκείνη που θα του επιτρέψει να ζήσει σε ένα κοινό περιβάλλον, το οποίο θα δίνει τα ερεθίσματα στα κίνητρα για την ανάπτυξη.

Το ότι υπάρχει ένα είδος παραλληλισμού μεταξύ νοητικής και καλώς εννοούμενης κοινωνικής-συναισθηματικής ανάπτυξης (σύμφωνα με τον οποίο δεν μπορούμε να έχουμε νοητική ανάπτυξη αν δεν υπάρχουν οι συνθήκες για μία ανάλογη κοινωνικό-συναισθηματική ανάπτυξη) είναι πλέον κληρονομιά των επιστημών της εκπαίδευσης. Αλλά γίνεται εμφανές, ότι δεν μπορούμε να έχουμε ορθή κοινωνική – συναισθηματική ανάπτυξη (και κατά συνέπεια και νοητική) όταν κάποιος είναι αναγκασμένος να ζει σε τεχνητές καταστάσεις, στις οποίες όλα είναι στα μέτρα (ή όχι στα μέτρα) της αναπηρίας του, στο μέσο άλλων αναπήρων, σε μία πραγματικότητα που δεν έχει πολύ σχέση με την εξωτερική, που είναι φυσικά ετερογενής.

Η υπόθεση των δύο χρόνων κατά συνέπεια, επισημαίνουμε, βασίζεται στην αντιφατική αρχή ότι για να γίνει ένταξη, αποκατάσταση, είναι απαραίτητο πρώτα να γίνει αποσύνδεση, απόσπαση. Όπως εάν ήθελε κανείς να μάθει κολύμπι να ήταν απαραίτητο να εξασκηθεί πρώτα έξω από το νερό στα στεγνά, χωρίς να υπολογίζουμε ότι η ανάπτυξη πραγματοποιείται μέσα από τις ταυτίσεις, δεν είναι δυνατόν να μην αναπτυχθεί κατά στρεβλό τρόπο αν τα μοντέλα με τα οποία ταυτίζεται είναι άλλοι ανάπηροι.

Πράγματι πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι στις καταστάσεις του ειδικού σχολείου πραγματοποιείται μερικές φορές μια αποκλίνουσα προσαρμογή κατά την οποία όσο πιο μακρά είναι η παραμονή σ’ αυτές τις καταστάσεις τόσο πιο δύσκολη γίνεται στην συνέχεια η ένταξη και η αποκατάσταση.

Το ειδικό σχολείο από πολλές απόψεις είναι πολύ έγκυρο, ιδιαίτερα όσον αφορά τις τεχνικές και την αρμοδιότητα, εν τούτοις είναι έλλειπες όσον αφορά ορισμένες συνθήκες, όπως η δυνατότητα να προσφέρει μία ομάδα συνομηλίκων σχετικά ευρεία και ετερογενή, δηλαδή μία κατάσταση ζωής στην οποία ο καθένας και κατά συνέπεια και ο τυφλός να μπορεί να πραγματοποιήσει πολλαπλές σχέσεις και την προοδευτική συνειδητοποίηση των ορίων του, όπως επίσης και των ικανοτήτων του.

Από την άλλη πλευρά το κοινό σχολείο, που θεωρητικά θα έπρεπε να είναι ο πιο κατάλληλος χώρος για την εκπαίδευση ενός τυφλού παιδιού, είναι συχνά έλλειπες τόσο όσον αφορά την επάρκεια (έλλειψη ειδικευμένων εκπαιδευτικών) και όσον αφορά ειδικό υλικό και δομές.

Ωστόσο μπορούμε να πούμε: ναι στην φοίτηση του τυφλού παιδιού στα κοινά σχολεία, αρχίζοντας από τα νηπιαγωγεία, με τον όρο να υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις δηλαδή ειδικευμένο προσωπικό, κατάλληλο περιβάλλον και το κατάλληλο υλικό.

Δυνατότητες για βελτίωση της Οικονομικής κατάστασης της Οικογένειας

Οι οικογένειες των παιδιών με προβλήματα όρασης μπορούν να απευθύνονται στις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας της περιοχής τους προκειμένου να ενημερωθούν για τα σχετικά προγράμματα υποστήριξης των ατόμων με προβλήματα όρασης και των γονιών τους, (επιδόματα, φοροαπαλλαγές, κάρτες για την έκπτωση στις συγκοινωνίες κ.τ.λ.). Για εκπαιδευτικά προγράμματα σχετικές πληροφορίες μπορούν να έχουν οι ενδιαφερόμενοι στους παρακάτω φορείς:

α) Κέντρο Εκπαιδεύσεως και Αποκαταστάσεως Τυφλών (KEAT), Ελ. Βενιζέλου 210 – Καλλιθέα, τηλ 210.95.95.880, 210.95.31.818

β) Φάρος Τυφλών της Ελλάδος, Αθηνάς 17 Καλλιθέα, τηλ 210.94.15.222

γ) Σχολή Τυφλών Θεσσαλονίκης, “Ο ΗΛΙΟΣ”, Βασ. Όλγας 32, τηλ. 2310.843.872