Τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα διαφοροποιούνται σημαντικά (ως προς τις άλλες περιόδους της ζωής) για τα Άτομα με Προβλήματα Όρασης όταν αυτά βρίσκονται στην περίοδο της ωριμότητας (Μέση Ηλικία) και κατά την Τρίτη Ηλικία.
α) Μέση ηλικία
Τα άτομα που έχουν εισέλθει (Βιολογικά) στην ηλικιακή περίοδο που βρίσκεται μετά τα 35 – 40 έτη και έχουν διανύσει το μεταβατικό στάδιο του περάσματος από την νεότητα στην μέση – ώριμη ηλικία και αναπτύσσουν έντονα προβλήματα όρασης ή ακόμα και χάνουν αυτή, παρουσιάζουν διάφορα προβλήματα αποδοχής της νέας κατάστασης που ανατρέπει την ήδη διαμορφωμένη – κατεκτημένη ισορροπία της ζωής τους, δημιουργώντας ένταση, άγχος και συναισθήματα απογοήτευσης, που οδηγούν στην εγκατάλειψη του εαυτού τους, στην απόσυρση, στην απομόνωση κ.ά..
Συνήθως στην περίοδο αυτή εμφανίζονται απότομα προβλήματα όρασης, ή επιδεινώνονται ραγδαία αυτά που είχαν διαγνωσθεί στην νεότητα, μια και φυσιολογικά έχει αρχίσει ο εκφυλισμός της λειτουργίας της όρασης από την τρίτη δεκαετία της ζωής του ατόμου. Τα όποια μειονεκτήματα όρασης εμφανίζονται κατά την μέση ηλικία, συσχετιζόμενα με την ψυχοκοινωνική κατάσταση του μεσήλικα, διαμορφώνουν τέτοιες ιδιαίτερες συνθήκες που ωθούν στην ανάπτυξη προβλημάτων που χαρακτηρίζουν τις τελευταίες περιόδους της ζωής του ατόμου με προβλήματα όρασης ή τυφλότητας.
Η μέση ηλικία χαρακτηρίζεται ως η περίοδος στην οποία γίνεται ο απολογισμός της ζωής και ο επαναπροσδιορισμός των στόχων και των νέων δρόμων που καλείται να ακολουθήσει ο άνθρωπος.
Στην κρίση αυτή επικρατεί η τάση για αυτοέλεγχο. Το άτομο προσπαθεί να προσδιορίσει την θέση του, έχοντας ως μέτρο σύγκρισης την προηγούμενη ζωή του, δηλαδή τί έκανε μέχρι αυτή την ηλικία, τί πέτυχε, τί στόχους κατέκτησε, τί απειλείται τώρα να χαθεί, τί αρχίζει να εξελίσσεται στην ζωή του με προβληματικό τρόπο κ.ά.. Θέτοντας αυτά τα ερωτήματα ο μεσήλικας και ιδίως αυτός με προβλήματα όρασης, προσπαθεί να αξιολογήσει την πορεία του στο παρελθόν και να ρυθμίσει, προγραμματίσει την πορεία του στο μέλλον με τα νέα δεδομένα που αρχίζουν να εμφανίζονται. Έτσι η μέση ηλικία χαρακτηρίζεται ως την περίοδο της ζωής που γίνονται στρατηγικές επιλογές και σχεδιασμοί.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο και ο μεσήλικας με μειωμένη όραση ή που έχει χάσει αυτήν πρόσφατα (νεοτυφλωθέντες) κάνει την γενική ανασκόπηση της ζωής του, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει το τί έκανε πριν ως βλέπων, σε τί πέτυχε και πού απέτυχε, χωρίς να είχε τότε τα προβλήματα που του παρουσιάζονται τώρα.
Στην κρίση της Μέσης Ηλικίας που βιώνει ο μεσήλικας, προστίθενται και τα προβλήματα όρασης που έχει, οπότε γίνεται σαφώς δυσκολότερη και πιο επώδυνη η διαδικασία προγραμματισμού των ενεργειών του μέλλοντος, όπου κυριαρχούσας της απογοήτευσης που επιφέρει η παρούσα κατάσταση, δεν είναι εφικτή η αξιολόγηση των ευκαιριών που μπορούν να υπάρξουν, των δυνατοτήτων που μπορούν να κατακτηθούν και των δυνάμεων που μπορούν να ανασυνταχθούν, ώστε να κατακτηθούν νέοι στόχοι.
Μία από τις παραμέτρους που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στον αναπροσδιορισμό των στόχων της υπόλοιπης ζωής είναι και η εκτίμηση των θυσιών (απωλειών) που πρέπει να γίνουν για να κατακτηθούν οι νέες επιθυμίες. Μία καθοριστική απώλεια είναι και αυτή της μειωμένης ή χαμένης όρασης, που δεν έχει έλθει όμως ως επιλογή αλλά ως ένα δεδομένο που πρέπει να σταθμισθεί ανάλογα, εάν αυτή έχει γίνει αποδεκτή. Η συνειδητοποίηση των απωλειών που υπάρχουν και των θυσιών που πρέπει να γίνουν, κάνουν τον μεσήλικα διστακτικό, τον φορτίζουν με φόβο, άγχος, αγωνία για το αν θα τα καταφέρει μέσα από αυτό το «κόστος» να οργανώσει νέα πράγματα. Έτσι θέτει συνεχώς διλλήματα, ερωτήσεις, φραγμούς για το αν θα ανταπεξέλθει στις νέες καταστάσεις ή θα αποτύχει ακόμα και το αν αξίζει στην κατάσταση που βρίσκεται να κάνει μια νέα αρχή. Συνέπεια όλων αυτών είναι να επικρατεί ένας αρνητισμός που οδηγεί συχνά σε παραίτηση από την αξίωση για βελτίωση της ζωής του, σε υποβάθμιση, υποεκτίμηση των δυνάμεών του, που νοιώθει ότι εξαντλούνται, επειδή το μέλλον διαγράφεται σύντομο (φόβος θανάτου, σύνδεση με το σκοτάδι της τύφλωσης, κίνδυνος από ατυχήματα κ.ά.) αβέβαιο και θλιβερό. (Fiske Μ.: 1982 σ. 64-75).
Επίσης ο μεσήλικας διαπιστώνει ότι ο χρόνος και η ζωτικότητα δεν είναι στοιχεία ανεξάντλητα αλλά υπόκεινται σε περιορισμό, φθείρονται. Όσοι μάλιστα έχουν προβλήματα όρασης προσλαμβάνουν πιο έντονα αυτούς τους περιορισμούς εφόσον η οπτική τους ικανότητα επιφέρει επιπλέον δυσκολίες στην αντίληψη του χώρου και στην εκτέλεση δραστηριοτήτων. Έτσι, ενώ όταν οι μεσήλικες ήταν νέοι, είχαν την πεποίθηση, εντύπωση ότι οι επιθυμίες τους θα γινόταν ευκολότερα επιτεύξιμες και αληθινά απολαυστικές κατά την περίοδο της ωριμότητας τους, – αναβάλλοντας πολλές φορές πράγματα που ήθελαν να κάνουν ως νέοι, μεταθέτοντας αυτά στο μέλλον – τώρα που διανύουν το στάδιο αυτό της ζωής τους έχοντας επιπρόσθετα και τα προβλήματα όρασης, εμφανίζονται στη σκέψη τους οι ανησυχίες που είχαν, οι επιθυμίες που καταπίεζαν και αντιλαμβανόμενοι ότι η αυθορμησία και η δημιουργικότητα της νεότητας συνθλίβεται από την έλλειψη σθένους, τόλμης και αποφασιστικότητας, εγκαταλείπουν κάθε προσπάθεια κατάκτησης αυτών ή ανίχνευσης νέων στόχων καθώς η απογοήτευση και η ένταση καταστέλλουν κάθε ενδιαφέρον.
Οι μεσήλικες βιώνοντας αυτή την κρίση μέσα από την κατάθεση και ανίχνευση διαφόρων διλλημάτων, προσπαθούν να εντοπίσουν τους επίλεκτους εκείνους στόχους που επιθυμούν να κατακτήσουν, ώστε να μην αναλώνουν τις δυνάμεις τους αλλού με κίνδυνο να χάσουν το ουσιαστικότερο γι’ αυτούς – μετά τον αναπροσδιορισμό που κάνουν – να καταληφθούν από απογοήτευση.
Αυτή λοιπόν η κρίση της Μέσης Ηλικίας όταν συμβαίνει στα Άτομα με Προβλήματα Όρασης διογκώνεται με επιπλέον ερωτήσεις και απογοητεύσεις, αλλά πρέπει να οδηγήσει στα ίδια αποτελέσματα μέσα από την εκτίμηση των νέων δυνατοτήτων, την επιλογή εφικτών στόχων και επιθυμιών – ώστε να μην προδίδονται οι προσδοκίες και η αναμενόμενη ένταση ικανοποίησης – τον έλεγχο των διαδικασιών, την αποφυγή καταχρήσεων (σπατάλη δυνάμεων), τον καταμερισμό του χρόνου και της διάθεσης, και γενικότερα τον επαναπροσδιορισμό των ορίων μέσα στα οποία θα κινηθούν όλα τα ανωτέρω, ώστε να επιτευχθεί ο αυτοέλεγχος, η αυτοκυριαρχία που θα οδηγήσει στο ξεπέρασμα της κρίσης.
Με το πέρασμα από αυτή την κρίση ο εαυτός μας γίνεται κριτής της ίδιας του της υπόστασης με σκοπό να ξεπερασθούν τα εμπόδια και να ξεκαθαρίσουν τα δύσκολα σημεία του παρελθόντος, της προηγούμενης ζωής από την παιδική ηλικία ως την ωριμότητα. Έτσι δίνεται η δυνατότητα και στον μεσήλικα που είχε από την παιδική, εφηβική ηλικία σοβαρά προβλήματα όρασης ή είχε τυφλωθεί, να εκτιμήσει όλη αυτή την διαδρομή, με τις όποιες ιδιαιτερότητες είχε ως νέος, μέχρι την ωριμότητα και έχοντας μια δεδομένη κατάσταση, (την τυφλότητα), να επαναπροσδιορίσει τους στόχους και τις προοπτικές που επιθυμεί να κατακτήσει για τα υπόλοιπα στάδια της ζωής του.
Με το πέρασμα από την κρίση της Μέσης Ηλικίας τα Άτομα με Προβλήματα Όρασης – όπως και κάθε μεσήλικας – μαθαίνουν να αντιλαμβάνονται τις δυνάμεις τους, να εκτιμούν τις δυνατότητες τους, να οργανώνουν τα επόμενα στάδια της ζωής τους, χωρίς να αντλούν υλικό κατά κύριο λόγο από τους άλλους, αλλά από αναζητήσεις που κινούνται μέσα στην ίδια τους την υπόσταση.
Νέες ιδέες, αντιλήψεις, πεποιθήσεις διαμορφώνονται, που συχνά απορριπτόταν προηγούμενα, ενώ καταρρέουν άλλες που ήταν ισχυρά θεμελιωμένες και καθόριζαν την πορεία της ζωής. Έτσι ο μεσήλικας που είχε πρόβλημα όρασης μπορεί να αποδεχθεί καλύτερα το πρόβλημα του να συμβιβασθεί με αυτό, να αλλάξει στάσεις ως προς αυτό και να αναλάβει νέες πρωτοβουλίες αποκτώντας εμπιστοσύνη σε κάποιες άλλες δυνάμεις που αναπληρώνουν και ισχυροποιούν την προσωπική του θέληση.
Ο μεσήλικας που έχει αποκτήσει πρόσφατα πρόβλημα όρασης ή έχει χάσει το φως του, ενσωματώνει αυτή την κατάσταση στο νέο πλαίσιο των ιδεών, πεποιθήσεων, αξιών που αναπτύσσει και είτε οργανώνονται έτσι οι δυνάμεις του ώστε να αποδεχθεί το πρόβλημα και να συνεχίσει μια ζωή με νέα όρια και ευκαιρίες, είτε εδραιώνει τέτοιες αντιλήψεις που οδηγούν στην απογοήτευση, στον μαρασμό, στην αδυναμία τοποθέτησης στόχων, αναζήτησης ευκαιριών, επαναπροσδιορισμού των ορίων με αποτέλεσμα να μην γίνεται αποδεκτό το πρόβλημα και να οργανώνεται καταθλιπτική συμπεριφορά. Παρόλα αυτά, η αλλαγή στην θεώρηση του κόσμου που επιφέρει η κρίση της Μέσης Ηλικίας μπορεί να βοηθήσει τον μεσήλικα με πρόσφατα προβλήματα όρασης ή νεοτυφλοθέντα να συνειδητοποιήσει τον «θάνατο του βλέποντα» και την εμφάνιση ενός νέου ανθρώπου με άλλες ιδιότητες – δυνατότητες του «Νεοτυφλωθέντα» και να καλλιεργήσει εκείνες τις προϋποθέσεις για την αναζήτηση συνεργασίας από το περιβάλλον του και τους ειδικούς, ώστε να αναπτυχθούν νέοι τρόποι εκτίμησης της καινούργιας πραγματικότητας που μπορούν να δώσουν, όπως και σε κάθε ένα άτομο της ηλικίας αυτής, την κατάκτηση της επιτυχίας, της ενεργητικότητας και της κοινωνικότητας (Γιατρά – Ηλιοπούλου Τασία: 1969 κεφάλαιο 1, σελίδες 30-33).
Ο μεσήλικας με προβλήματα όρασης για να ξεπεράσει αυτή την κρίση με τρόπο ώστε να βοηθηθεί τόσο για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις και τις ανάγκες της υπόλοιπης ζωής όσο και για να κατακτήσει με επιτυχία τις επιθυμίες του και να νοιώσει ενεργητικός οφείλει:
1) να αντιμετωπίσει τον πανικό που προκαλείται από διάφορες αιτίες, όπως, η περιστολή των δραστηριοτήτων λόγω της αιφνιδίως απώλειας όρασης, ο φόβος για ανικανότητα προσαρμογής στα νέα δεδομένα, στον χώρο, η αγωνία αξιοποίησης του χρόνου που φαντάζει υπερβολικά κενός και άφθονος εφόσον δεν αποκτά περιεχόμενο με επιθυμητές ενέργειες κ.α.. Η επικράτηση του αρνητισμού οδηγούν σε πρόχειρες, ευκαιριακές ενέργειες, σε διακοπή των κοινωνικών σχέσεων στην ανάπτυξη συναισθημάτων απογοήτευσης, θλίψης, αποτυχίας κ.ά., στην αλλοίωση των επικοινωνιακών διαδικασιών και στην εμφάνιση γενικά παθητικότητας που αδρανοποιεί τον δυναμισμό κ.ά.. Η κατάσταση αυτή μπορεί να αντιμετωπισθεί εάν ο μεσήλικας εντοπίσει την αντίθεση που χαρακτηρίζει την ηλικία του από την νεότητα, δηλαδή την ικανότητα που έχει να αυτοελέγχεται, να κρίνει τις δυνάμεις του και να τις συντονίζει με τρόπο κατάλληλο ώστε να ενεργεί με προοπτική την αξιοποίηση των μέσων που διαθέτει λόγω της εμπειρίας και της εργασίας του κ.ά. Μία από τις συγκρίσεις που γίνεται αναπόφευκτα είναι και αυτή του μεσήλικα με προβλήματα όρασης με τους άλλους συνομηλίκους του προκειμένου να διαπιστώσει εάν αυτοί έχουν ανάλογα προβλήματα υγείας που είναι πιθανόν να τους αδρανοποιούν, να μειώνουν την λειτουργικότητά τους, ή να τους ενεργοποιούν προς δυναμικότερες κατευθύνσεις. Εάν από το περιβάλλον των συνομηλίκων τους αντλήσουν αρνητικές πληροφορίες τότε κάνουν αναγωγή στην δική τους κατάσταση και επιβαρύνουν την θέση τους με τις δυσχερείς αυτές εντυπώσεις, αναπτύσσοντας περισσότερους φόβους, ανησυχίες, άγχος, που οδηγεί στο μαρασμό και την ψυχική εξάντληση. Η θετική πρόσληψη εντυπώσεων μπορεί να τους βοηθήσει να ξεπερασθεί ο πανικός που προκύπτει από τις μεταβολές που συμβαίνουν. (Γιατρά – Ηλιοπούλου Τ.: 1969 κεφάλαιο 2, σελίδες 34-41, Fiske Μ.: 1982, σελίδες 32 – 41, 90 – 105).
2) να ξεκαθαρίσει τις σχέσεις του με το παρελθόν του, δηλαδή να αξιολογήσει πρόσωπα και καταστάσεις με τα οποία συνδέεται, να διερευνήσει το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτές οι κοινωνικές σχέσεις λειτουργούν και να αποφασίσει ποιες θα είναι αυτές που θα επιλέξει για να τον βοηθήσουν στο ξεπέρασμα της κρίσης και για την οργάνωση των νέων στόχων της ζωής του. Κάθε τι που τραβά τον μεσήλικα με αρνητικό τρόπο προς το παρελθόν πρέπει να διακοπεί, διότι τον εμποδίζει να σκεφθεί για το παρόν και να αποφασίσει για το μέλλον. Απαραίτητο επίσης είναι να εκτιμήσει τις θέσεις που είχε στο παρελθόν, για να δει εάν είναι σκόπιμο να τις κρατήσει στην σκέψη του ή να τις αποβάλλει, αναπροσαρμόζοντας αυτές.
Ο μεσήλικας που είχε προβλήματα όρασης από το παρελθόν οφείλει να διακόψει τις σκέψεις που συνδέονται με τραυματικές εμπειρίες, και άτυχες στιγμές του παρελθόντος, να διαγράψει από μέσα του κάθε ανικανοποίητη επιδίωξη, και να μάθει να αποφεύγει την μετάθεση των ευθυνών σε τρίτους, σαν να είναι αυτοί, οι άλλοι υπεύθυνοι για την κατάσταση του και τις ατυχίες που είχε έως τώρα.
Ο μεσήλικας που αποκτά πρόσφατα προβλήματα όρασης ή χάνει το φως του, αντίστοιχα, οφείλει να κάνει τις ανάλογες αναθεωρήσεις με τις σχέσεις του ως προς το παρελθόν, που φαντάζει για αυτόν δυναμικό, ενεργητικό, γεμάτο δραστηριότητες, επιτυχίες (που μπορεί ακόμα και να μην ήταν έτσι) ενώ τώρα μεγεθύνονται όλα με την εμφάνιση του προβλήματος και προσηλώνει την σκέψη του στα προηγούμενα, πράγμα που τον εμποδίζει να συνειδητοποιήσει την παρούσα κατάσταση και να την αποδεχθεί προκειμένου να σχεδιάσει και οργανώσει την ζωή του στο μέλλον.
3) να αντιμετωπίσει τις φθοροποιές συνήθειες που τον καθηλώνουν, τον κάνουν παθητικό, καταστέλλουν την ευλυγισία του και αποτρέπουν κάθε προσπάθεια προσαρμογής στο νέο μέλλον που διαγράφεται, στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται. Νέες συνήθειες πρέπει να σχηματοποιηθούν σύμφωνα με τα νέα δεδομένα του προβλήματος του, ώστε να γίνει εφικτή η συμφιλίωση με το νέο τρόπο ζωής που διαμορφώνεται. Όλες αυτές οι συνήθειες που προβάλλουν ως εμπόδιο που συντηρούν τις παλαιές αξίες και πεποιθήσεις ενδυναμώνοντας την ρουτίνα, την εμμονή, την επανάληψη στέκονται απειλητικά στην κρίσιμη αυτή περίοδο και πρέπει να αναπροσανατολισθούν, να αλλάζουν περιεχόμενο. Αυτό επιτυγχάνεται με το να αντιδρά ο Μεσήλικας με προβλήματα όρασης (και με κατάλληλη υποστήριξη από το περιβάλλον του) σε κάθε μηχανιστική αδρανοποιητική συνήθεια που οδηγεί σε παθητικότητα, αδιαφορία, εγκατάλειψη προσπαθειών και απογοήτευση.
4) να επιδεικνύει σύνεση και αυτοσυγκέντρωση ώστε να μην παρασύρεται από επαναλήψεις του παρελθόντος, αλλά και για να είναι σε θέση να επιστρατεύει τις δυνάμεις του και να τολμά για καινούργια πράγματα.
Τα άτομα που χάνουν πρόσφατα το φως τους μετά από μια σταδιακή ή ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης της οράσεως τους χαρακτηρίζονται ως «νεοτυφλωθέντες» ή βρίσκονται σε έντονη κρίση δηλαδή σε μια κατάσταση που έχει προκληθεί από ένα συγκεκριμένο γεγονός που έχει μεταφρασθεί από το άτομο ως απώλεια κάποιου βασικού ζωτικού στοιχείου για τον ίδιο. Έτσι το άτομο βιώνει μια έντονη τραυματική εμπειρία που του προκαλεί αντιφατικά συναισθήματα και σύγχυση (με αδυναμία σπίλωσης προβλημάτων). Εάν σε αυτή την κρίση που ζει το άτομο συμπέσουν και οι κρίσεις που προκαλούν αλλαγές στον τρόπο σκέψης, στην σωματική και πνευματική ανάπτυξη, όπως αυτές της εφηβείας και της Μέσης Ηλικίας, τότε τα προβλήματα σε ψυχοκοινωνικό επίπεδο πολλαπλασιάζονται.
Οι νεοτυφλωθέντες μέσα από τη νέα πραγματικότητα που βιώνουν νοιώθουν έντονη την απώλεια στοιχείων και την διαταραχή των ισορροπιών που έχουν κατακτήσει στα παρακάτω επίπεδα:
1) Βιώνουν να πεθαίνει το άτομο ως βλέπων, αντιλαμβάνονται την απώλεια της όρασης και μπαίνουν στην διαδικασία πένθους για την κατάσταση που χάνεται.
2) Στο επίπεδο ψυχολογικής ασφάλειας οι Νεοτυφλωθέντες νοιώθουν:
- Απώλεια της αίσθησης της φυσικής ακεραιότητας
- Έλλειψη εμπιστοσύνης στις υπόλοιπες αισθήσεις
- Απουσία πραγματικής επαφής με το περιβάλλον
- Απώλεια του οπτικού πεδίου-ορίζοντα και των προηγούμενων οπτικών εμπειριών
- Έλλειψη της ασφάλειας που δημιουργεί το φως (φόβος-αβεβαιότητα του σκοτεινού, περιορισμός του ζωτικού χώρου).
3) Στο επίπεδο των βασικών ικανοτήτων επικρατεί
- έλλειψη -περιορισμός κινητικότητας
- η περιστολή των δεξιοτήτων καθημερινής διαβίωσης
4) Στο επίπεδο της επικοινωνίας παρουσιάζονται
- Η σταδιακή μείωση έως απώλεια της γραπτής επικοινωνίας
- έλλειψη της πληροφοριακής εξέλιξης (αναζήτησης των πηγών παρακολούθησης της ροής αυτών κ.α.)
- την συρρίκνωση της μη λεκτικής επικοινωνίας (γλώσσα του σώματος) με έμφαση στην υφή και την μορφή του λόγου.
5) Στο επίπεδο «εκτίμησης» κυριαρχεί:
- Η ουσιαστική ελάττωση της απόλαυσης, ευχαρίστησης πρόσληψης ερεθισμάτων μέσω της όρασης
- Η απώλεια της αντίληψης του αισθητικά-οπτικά προσδιοριζόμενου ως ωραίου, μέσω της όρασης
6) Στο επίπεδο της απασχόλησης και της κοινωνικής θέσεως
παρατηρείται
- η ελάττωση της δημιουργικότητας
- η κατάρρευση της επαγγελματικής σταδιοδρομίας, η αδυναμία προσδιορισμού νέων επαγγελματικών στόχων και ευκαιριών
- η απώλεια της οικονομικής ασφάλειας
7) Όλες αυτές οι απώλειες που εμφανίζονται ξαφνικά στην ζωή του Νεοτυφλωθέντα επηρεάζουν ουσιαστικά την προσωπικότητά του στα παρακάτω σημεία:
- χάνει το άτομο την προσωπική του ανεξαρτησία
- διαταράσσονται οι κοινωνικές τους σχέσεις έτσι ώστε να προκαλείται κοινωνική ανεπάρκεια ως προς την ένταξη
- χάνει το άτομο την «ανωνυμία του στο πλήθος» γίνεται γνωστός επειδή έχει το πρόβλημα που φαίνεται στις καθημερινές του εκδηλώσεις.
- βιώνεται έντονη η απώλεια της αυτοεκτίμησης
- έλλειψη συγκρότησης, οργάνωση της προσωπικότητας
(Thomas Carol J. 1961)
β) Τρίτη ηλικία
Τα Ηλικιωμένα Άτομα, λόγω της εκφύλισης-γήρανσης του οργανισμού, παρουσιάζουν έντονα προβλήματα όρασης που εντείνονται μετά τα 60 έτη όπως ο καταρράκτης, το γλαύκωμα, οι εκφυλιστικές παθήσεις του Αμφιβληστροειδή της Ωχράς και του Οπτικού Νεύρου, βλάβες από σάκχαρο και υπέρταση και ιδίως η υπερμετρωπία (Stollman Yehud Kalina RE: 1997). Εάν τα προβλήματα αυτά έχουν ξεκινήσει νωρίτερα κατά την Μέση Ηλικία και δεν έχουν αντιμετωπισθεί έγκαιρα (ιατρική αποκατάσταση) οδηγούν σε σημαντικό βαθμό σε μείωση της όρασης ως και τυφλότητα. Τα προβλήματα αυτά συνδυαζόμενα με τις ιδιαιτερότητες της Τρίτης Ηλικίας στο ψυχοκοινωνικό επίπεδο, οδηγούν σε δυσκολίες προσαρμογής των Ηλικιωμένων με προβλήματα όρασης στο περιβάλλον, καλλιεργώντας ένα κλίμα μεγαλύτερης απομόνωσης, κατάθλιψης, εξάρτησης και απογοήτευσης.
Κατά την είσοδο του Ατόμου στην Τρίτη Ηλικία συμβαίνουν πολλές αλλαγές στην οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική του ζωή για τις οποίες δεν είναι προετοιμασμένο να τις αντιμετωπίσει, όπως άλλωστε και τα προβλήματα υγείας (όρασης) που εμφανίζονται και εγκαθίστανται.
Οι Ηλικιωμένοι νοιώθουν τις δυνάμεις τους να τους εγκαταλείπουν, να εξασθενίζουν οι ικανότητες προσαρμογής τους στο περιβάλλον και αυτό έχει ως συνέπεια να αγωνιούν για την διατήρηση της κοινωνικής τους θέσης που την βλέπουν να κλονίζεται, ενώ αυξάνονται οι ανάγκες κατανόησης και συμπαράστασης από άλλους. Έτσι την θέση της αγωνιστικότητας, του δυναμισμού συχνά παίρνει η μοναξιά και η αδράνεια και μπροστά στο φόβο του θανάτου μαζί με το σκοτάδι που επιφέρει η απώλεια της όρασης, οδηγούνται σε παραίτηση από την ζωή και από κάθε προσπάθεια αλλαγής των καταστάσεων αυτών. Μπροστά στην παθητικότητα που αναπτύσσεται, οι ηλικιωμένοι επαναφέρουν μνήμες του παρελθόντος που τις ανάγουν σε βασικά στοιχεία του τρόπου ζωής τους – αναπολώντας καταστάσεις που ζούσαν ως βλέποντες- με αποτέλεσμα να μην προσαρμόζονται στις απαιτήσεις και τις ανάγκες της ηλικίας τους. Έτσι οργανώνουν σκέψεις υπαρξιακού χαρακτήρα (γύρω από το θάνατο την μεταθανάτια ζωή) που μπλοκάρουν το νοητικό και συναισθηματικό τους κόσμο απομακρύνοντας τον από τα δεδομένα που βιώνουν με αποτέλεσμα να κλείνονται οι ηλικιωμένοι περισσότερο στον εαυτό τους.
Τα Ηλικιωμένα Άτομα με προβλήματα όρασης ζώντας όλη αυτή την κατάσταση, εισέρχονται σε μαρασμό, έχουν την αίσθηση της περιθωριοποίησης και οργανώνουν μια αρνητική εικόνα για τον εαυτό τους που στηρίζεται στην εγκατάλειψη, στην εντύπωση ότι είναι άχρηστοι και ότι αποτελούν βάρος για τους άλλους στην οικογένεια τους. Όλη αυτή η κατάσταση δυσκολεύει την διαμόρφωση νέων σχέσεων με το εξωτερικό περιβάλλον και άρα εντείνει τα προβλήματα προσαρμογής. Η μοναξιά κορυφώνεται ιδίως όταν συνοδεύεται από την έλλειψη απασχόλησης από την ανασφάλεια λόγω της αδυναμίας εκτελέσεως ενεργειών που προηγούμενα ήταν απλές, διότι υπήρχε η όραση, ακόμη και γιατί έχει χαθεί ο/η σύζυγος. (Υπάρχει έντονη απελπισία και αίσθημα αυτοκαταστροφής). (Kastenbaum Rob: 1982 σελίδες 100-107).
Όσο ο ηλικιωμένος με προβλήματα όρασης νοιώθει τις δυνάμεις του να περιορίζονται τόσο πιο πολύ αισθάνεται έντονη την ανάγκη συμπάθειας και συμπαράστασης από τους άλλους, καθώς και της υποστήριξης της επικοινωνίας, που επειδή χαλαρώνει, γίνεται πολύ πιο έντονη η απαίτηση για επαφή, μέσα από την παροχή φροντίδων που ίσως δώσουν την ευκαιρία για ενεργή συμμετοχή στα δρώμενα και διατήρηση της κοινωνικότητας.
Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει το οικογενειακό περιβάλλον και ιδίως τα παιδιά του Ηλικιωμένου με προβλήματα όρασης ως προς την στάση που κρατούν απέναντι του δηλαδή εάν εξακολουθούν να δείχνουν αφοσίωση σεβασμό και κατανόηση στα προβλήματα του, συμβάλλοντας στην αίσθηση της αναγνώρισης, στην αποκατάσταση της φθαρμένης επικοινωνίας και στην ανάγκη του να νοιώθουν ότι είναι χρήσιμοι και ενεργητικοί.
Από την άλλη πλευρά η ηλικιακή απόσταση του ηλικιωμένου με τις άλλες γενεές μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετα αποτελέσματα. Έτσι νοιώθει να κλονίζονται οι προσδοκίες του, διότι μετά από αγώνες και προσπάθειες μιας ζωής που θα οδηγούσαν σε σεβασμό και εκτίμησης, αντιλαμβάνεται ότι αντιμετωπίζεται ως εκτοπισμένος, ενοχλητικός, πληκτικός, ανυπόφορος, φθαρμένος κ.α.. Η ύπαρξη των προβλημάτων όρασης, ίσως και ψυχικών διαταραχών (άνοια, κατάθλιψη κ.α.) επιδεινώνουν την στάση των νέων γενεών απέναντι του που εκδηλώνεται με εγκατάλειψη και στέρηση φροντίδων. (Γιατρά – Ηλιοπούλου Τ. 1969 σελίδα 182). Έτσι συνειδητοποιεί την αντιστροφή των σχέσεων.
Η μοναξιά, η απομόνωση, εντείνεται επίσης διότι συγγενείς, φίλοι, γνωστοί κ.α. που αποτελούσαν τον κοινωνικό του περίγυρο φεύγουν από την ζωή.
Βιώνοντας λοιπόν αυτές τις πολλαπλές απώλειες ο ηλικιωμένος χάνει το ζωτικό του περιβάλλον και νοιώθει ξένος άγνωστος ανάμεσα στους άλλους τους αντιμετωπίζει εχθρικά και συγκρούεται με τις διαφορετικές συνήθειες και αντιλήψεις που έχουν. Οι φίλοι που χάνονται δύσκολα αντικαθίσταται, λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης, οπότε μειώνεται η ικανότητα σύναψης νέων σχέσεων καθώς και η συντροφικότητα, ενώ εμφανίζεται ο φόβος της επαφής με αγνώστους (όπως τους ειδικούς που μπορούν να τον βοηθήσουν στην αποκατάστασή του, λόγω των προβλημάτων όρασης που έχει).
Η απότομη διακοπή των διαφόρων ενασχολήσεων εξαιτίας της μειωμένης όρασης (χόμπυ, κατασκευές, κηπουρική κ.α.) ή ακόμα και η πρόωρη συνταξιοδότηση λόγω της αναπηρίας αυτής οδηγεί σε σημαντικά προβλήματα ψυχολογικής φύσεως και την διακοπή των κοινωνικών σχέσεων (π.χ. με συναδέλφους). Η συνταξιοδότηση και το πρόβλημα της όρασης κάνουν τον ηλικιωμένο να νοιώθει αδύναμος να σχεδιάσει και οργανώσει μια νέα ζωή. Η κατάσταση αυτή είναι πιο έντονη για τους άνδρες που κλείνονται απότομα στο σπίτι, αλλά και για τις γυναίκες που έχουν έντονη αδυναμία να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού με την ευκολία που γινόταν πριν. Οι δεξιότητες που είχαν οι ηλικιωμένοι πριν από την συνταξιοδότηση τους, κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους, οι ικανότητες και οι δυνατότητες τους, παύουν να αξιοποιούνται προς την κατεύθυνση της κάλυψης του ελεύθερου χρόνου. Μικρές όμως απασχολήσεις δίνουν νόημα στην ζωή και επαναφέρουν το ενδιαφέρον, την ικανοποίηση από την δημιουργία και βοηθούν στην αποκατάσταση όσων έχουν σοβαρά προβλήματα όρασης.
Καθοριστικό ρόλο στα προβλήματα που βιώνουν οι ηλικιωμένοι με μειωμένη όραση ή τυφλότητα, παίζει, τόσο η προσωπικότητά τους – με τις όποιες ψυχικές διαταραχές παρουσιάζονται – όσο και οι μεταβολές που συμβαίνουν στο περιεχόμενο και στην άσκηση των κοινωνικών ρόλων τους, καθώς και η αλληλεπίδραση τους. Ανάλογα με την κατάσταση προσωπικότητας και τις όποιες αλλαγές συμβαίνουν σε αυτήν, μέσα από την ανάπτυξη του προβλήματος της όρασης, επηρεάζονται οι κοινωνικοί ρόλοι και κατ’ επέκταση και οι δραστηριότητες που απορρέουν από αυτούς. Έτσι ρόλοι όπως του παππού/γιαγιάς του συνταξιούχου, του συζύγου ή χήρου κ.α αποκτούν μια νέα δυναμική που χαρακτηρίζεται από μειωμένη ανάληψη ευθυνών χαλάρωση των δραστηριοτήτων και της προσαρμοστικότητας στο περιβάλλον. Οι ρόλοι αυτοί μεταβάλλονται εξαιτίας των αλλαγών που συμβαίνουν και είναι συνάρτηση του πως οι ηλικιωμένοι τις αντιλαμβάνονται όπως η ανεξαρτητοποίηση των παιδιών και η απομάκρυνση τους από την οικογένεια για την δημιουργία δικών τους οικογενειών, η απώλεια φίλων και συγγενών (λόγω θανάτου ή συνταξιοδότησης), η διακοπή άσκησης του επαγγέλματος, η απότομη μείωση του εισοδήματος, η εμφάνιση άλλων ασθενειών που του κάνουν ευάλωτο σε θέματα υγείας και απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή.
Η χηρεία επίσης ως κατάσταση δημιουργεί ιδιαίτερη ένταση και άγχος στον ηλικιωμένο που εφόσον έχει και προβλήματα όρασης νοιώθει αιφνίδια την διακοπή των σχέσεων, της συντροφικότητας, των φροντίδων κ.α. με αποτέλεσμα να επιταχύνεται ο μαρασμός και η απομόνωση που συνοδεύεται και από τον φόβο εγκλεισμού του σε οίκους ευγηρίας (οι γυναίκες προσαρμόζονται πιο εύκολα από τους άνδρες) (Μαλικιώτη- Λοΐζου: 1986 σελίδα 347).
Ο κλονισμός των ρόλων του Ηλικιωμένου επιφέρει σημαντικές συναισθηματικές επιπτώσεις και προκαλεί ποικίλα ψυχολογικά προβλήματα. Τέτοια προβλήματα είναι α) η απομόνωση με κυριαρχία της λύπης και του φόβου λόγω των διαφόρων απωλειών που έρχονται σταδιακά , β) ο ψυχικός μαρασμός λόγω της διακοπής της απασχόλησης της εξάντλησης των δυνάμεων και των ικανοτήτων, της αναγκαστικής αδράνειας λόγω ασθενειών (όπως της όρασης, μυοσκελετικών προβλημάτων, καρδιαγγειακά κ.α.) της εντύπωσης για σεξουαλική ανικανότητα κ.α. γ) η κατάπτωση λόγω μείωσης της απόδοσης των σωματικών οργανικών και νοητικών λειτουργιών αλλά και λόγω της αδιαφορίας που συναντούν οι Ηλικιωμένοι από το περιβάλλον τους και δ) η διακύμανση των διεκδικητικών τάσεων προς την οικογένεια και την κοινωνία ανάλογα με την αγανάκτηση και την περιθωριοποίηση που νοιώθουν. Γενικά παρατηρείται μείωση των συναισθηματικών αντιδράσεων, έλλειψη στοργής, προσκόλληση, εμμονή σε θέματα που αφορούν τον εαυτό τους και εμφανίζεται ένας συντηρητισμός για κάθε αλλαγή. Η συμπεριφορά αυτή εκδηλώνεται ως αμυντική, για να αντικρουστούν οι ανησυχίες που εμφανίζονται στην ζωή του Ηλικιωμένου που έχει και π.ο., όμως, η αβεβαιότητα για την εγκυρότητα των ρόλων του, οι αλλαγές στην βιολογική του λειτουργία, η διαφορετική πρόσληψη της έννοιας του χρόνου, καθώς και η στάση της κοινωνίας απέναντι του (Μαλικιώτη- Λοΐζου: 1986 σελίδα 348).
Μέσα από την ψυχοκοινωνική κατάσταση που βιώνει ο Ηλικιωμένος με προβλήματα όρασης προβάλλει και η αδιαφορία παρακολούθησης της κατάστασης της υπολειπόμενης όρασης που έχει με την σωστή χρήση των υπηρεσιών και φροντίδων. Μέσα από τα αισθήματα εγκατάλειψης που νοιώθουν, συχνά παραμελούν τον εαυτό τους και δεν μεριμνούν για την ορθότερη αξιολόγηση και διόρθωση των προβλημάτων όρασης τους. Δεν επισκέπτονται τις ανάλογες υπηρεσίες υγείας, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η παθολογία της όρασης τους (με επιπλέον επιπλοκές) να μην βελτιώνουν την οπτική τους οξύτητα με χρήση κατάλληλων γυαλιών, και έτσι να θεωρούνται ως «τυφλά άτομα», ενώ έγκαιρες παρεμβάσεις μπορούν να προλάβουν και αποκαταστήσουν τα προβλήματα σε σημαντικά βαθμό (πολύ μικρό ποσοστό βρίσκεται υπό συστηματική παρακολούθηση) (Stollman Yehuda).
Προκειμένου να αντιμετωπισθούν τέτοιου είδους προβλήματα απαραίτητο είναι να οργανωθούν προγράμματα υποστήριξης των Ηλικιωμένων με προβλήματα όρασης στο επίπεδο της κοινότητας, της γειτονιάς όπου μέσα από την διεπιστημονική προσέγγιση (βιοψυχοκοινωνική) θα εκτιμηθούν οι πολλαπλές ανάγκες και θα οργανωθούν οι ανάλογες υπηρεσίες και φροντίδες – κατ’ οίκον ή μέσα στην Κοινότητα -ώστε να ανακουφίσουν τον πληθυσμό και να ξεπεράσουν τις αδυναμίες που έχει να προσέλθει σε απόμακρες υπηρεσίες. Έτσι επιτυγχάνεται η αποκατάσταση και η κοινωνική ένταξη των ηλικιωμένων (Rosner Effi).
Σημαντικό ρόλο, στο επίπεδο της αποκατάστασης διαδραματίζει η εκμάθηση τεχνικών προσανατολισμών κινητικότητας στους Ηλικιωμένους με προβλήματα όρασης.
Επειδή συνήθως υπάρχει αντίδραση σε κάθε νέο στοιχείο που έρχεται να προστεθεί στη ζωή του, η απόκτηση των τεχνικών αυτών πρέπει να γίνεται με σεβασμό στην προσωπικότητα και τις ιδιαιτερότητες του ηλικιωμένου και με τρόπο ώστε να κατανοήσει ότι αυτές οι δεξιότητες θα τον βοηθήσουν να αποκτήσει ξανά την αυτονομία του.
Οι ειδικοί επαγγελματίες οφείλουν να παρέχουν σταδιακά τις γνώσεις για τις τεχνικές αυτές ώστε να προσλαμβάνονται εύκολα χωρίς να προκαλούν φόβο και άγχος να τον παρακινούν να δημιουργεί για τον εαυτό του τις ελπιδοφόρες και θετικές προσδοκίες, σχετικά με την ακολουθούμενη διαδικασία, να του προτείνουν να δοκιμάσει ενεργητικά την απόκτηση των πληροφοριών που θα συμβάλλει στην θετική προσαρμογή (ως προς την ιδέα ότι είναι μερικώς βλέποντες) να τον πείσουν να δεχθεί την υποστήριξη άλλων για βοήθεια (Wonters Β. et al 1991).
Στην όλη προσπάθεια εκμάθησης δεξιοτήτων προσανατολισμού και κινητικότητας στον Ηλικιωμένο οφείλουν οι ειδικοί να λαμβάνουν υπόψη τα άλλα προβλήματα υγείας που υπάρχουν, πέρα από αυτά της όρασης, διότι καθορίζουν τον τρόπο και την διαδικασία πρόσληψης και χρήσης αυτών των γνώσεων και τεχνικών όπως για παράδειγμα η ύπαρξη σακχαροδιαβήτη, μυοσκελετικών παθήσεων, καρδιοπαθειών, αναπνευστικών προβλημάτων και ιδιαίτερα ψυχιατρικών νόσων όπως η γεροντική άνοια, η κατάθλιψη κα. που πράγματι δυσκολεύουν την επικοινωνία και επηρεάζουν την αποδοτικότητα των μεθόδων αυτών (Fernandes Maciel S. 1991).
Σε άλλα προγράμματα κοινοτικής κατεύθυνσης γίνεται προσπάθεια αύξησης των γνώσεων σε ηλικιωμένα άτομα με μειωμένη όραση ώστε να είναι ικανά να σχεδιάζουν και κατακτούν προσωπική αυτονομία και ανεξαρτησία, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος και τις τοπικές ιδιαιτερότητες που θα συμβάλλουν θετικά στην ικανότητα προσαρμογής (Diaz- Veiga P. et al: 1991).
Ιδιαίτερη σημασία, για την ανάπτυξη προγραμμάτων αποκατάστασης και αυτόνομης διαβίωσης των ηλικιωμένων, που έχουν εμφανίσει αιφνίδια σοβαρά προβλήματα όρασης, έχει η εκτίμηση των αναγκών και των διαφορετικών προοπτικών προσαρμογής, στο μικροπεριβάλλον π.χ. της οικίας, της γειτονιάς, που ζει καθημερινά το άτομο και της διαφορετικής αντίδρασης – αντίστασης ενάντια στην καταπίεση που αυτό προκαλεί με τις όποιες δυσκολίες προβάλλει που εγείρουν εμπόδια και αυξάνουν το άγχος και την απομόνωση. Έτσι απαραίτητο είναι να διαμορφωθούν χώροι προσαρμοσμένοι στις απαιτήσεις των ατόμων αυτών που να εμπνέουν ασφάλεια, σιγουριά και να ενισχύουν την αυτονομία και την δραστηριοποίηση (Wahl HW: 1994, Wohl H.W. et al. 1999).
Στην προσπάθεια μας να προσεγγίσουμε αυτή την ομάδα του πληθυσμού με προβλήματα όρασης (Ηλικιωμένους) και για να επιφέρουμε θετικά αποτελέσματα, πρωτίστως οφείλουμε να παρέμβουμε με διάφορα προγράμματα και θεραπευτικές τεχνικές, ώστε να μειώσουμε τα συναισθηματικά προβλήματα που είναι σε έξαρση και που περιγράψαμε παραπάνω. Οι ηλικιωμένοι αντιμετωπίζοντας την απειλή της απώλειας της όρασης νοιώθουν άγχος και ένταση, καταπίεση που κάνει την καθημερινή τους ζωή και τις δραστηριότητες τους πιο δύσκολες ή σχεδόν ανέφικτες οδηγώντας συχνά στην ανάπτυξη συναισθηματικών προβλημάτων. Αισθάνονται να χάνουν την αυτονομία τους, τον αυτοέλεγχο, την αυτοεκτίμηση και τις Κοινωνικές τους σχέσεις, παρουσιάζουν προβλήματα προσαρμογής και αρκετές κρίσεις κατάθλιψης. Απαραίτητο λοιπόν είναι να παρέχονται υπηρεσίες συμβουλευτικής στήριξης, ψυχοθεραπείες τόσο στους ίδιους όσο και στις οικογένειες τους προκειμένου να διευκολυνθεί το έργο της αποκατάστασης και ένταξης (Leinhas Μ.Α. et al: 1994)
Η μοναχικότητα στους Ηλικιωμένους με πρόβλημα όρασης προκαλεί αυξημένα ψυχολογικά προβλήματα και επιβαρύνσεις στην υγεία τους. Με την οργάνωση κατάλληλων προγραμμάτων κοινωνικής στήριξης και νοσηλευτικής φροντίδας, αναπτυγμένα σε επίπεδο κοινότητος (κατ’ οίκον) βοηθούν στην πρόληψη τέτοιων ψυχοσωματικών διαταραχών. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι Ηλικιωμένοι που ζουν μόνοι τους δεν έχουν μεγαλύτερο βαθμό μοναχικότητας ως προς άλλους που ζουν με συντροφιά. Το πλήθος των υποστηρικτικών ομάδων και η συχνότητα των παρεμβάσεων τους δεν επηρεάζει την μοναξιά. Δεδομένου ότι διάφοροι επαγγελματίες παρεμβαίνουν στα πλαίσια υποστηρικτικών ομάδων με διαφορετικό τρόπο ώστε να καλύψουν αντίστοιχες ανάγκες, οι επαγγελματίες υγείας οφείλουν να βοηθήσουν τους ηλικιωμένους με προβλήματα όρασης να προσδιορίσουν τις δικές τους συναισθηματικές ανάγκες και να εξακριβώσουν ποιος από αυτούς που εμπλέκονται στις ομάδες υποστήριξης μπορεί να ανταπεξέλθει σε αυτές (FoxallMJ et al. 1993).
Συγγραφέας: Ευστράτιος Χατζηχαραλάμπους, Κοινωνιολόγος, MSc Ψυχικής Υγείας, Κοινωνική Διοίκηση Ε.Σ.Δ.Δ. Πρόεδρος Π.Ε.Α., υπάλληλος του Υπουργείου Υγείας Πρόνοιας
Το παρόν κείμενο είναι κεφάλαιο της πτυχιακής εργασίας του συγγραφέα με θέμα: «Ψυχοκοινωνικά προβλήματα μερικώς βλεπόντων και τυφλών ατόμων – Διαστάσεις αποκατάστασης και κοινωνικής ένταξης». Νοσηλευτική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών (2000)