ΑΘΗΝΑ 2001

Η αίσθηση της όρασης αποτελεί μία από τις βασικότερες αισθήσεις, οι οποίες καθιστούν τον άνθρωπο ικανό να αντιληφθεί το περιβάλλον του και να προστατευθεί από τους κινδύνους που αυτό του επιφυλάσσει, να αναπτύξει την ατομικότητα του και να επιβιώσει.

Ο ρόλος της διατροφής στην πρόληψη και θεραπεία των διαταραχών της όρασης συνιστά πρόσφατο αντικείμενο ερευνών, οι οποίες μελετούν τη συμμετοχή των θρεπτικών συστατικών στον παθογενετικό μηχανισμό των οφθαλμοπαθειών, καθώς και η συσχέτιση της διαιτητικής πρόσληψης με την συχνότητα εμφάνισης τους. Στόχος τους είναι η θέσπιση συστάσεων και οδηγιών στους πληθυσμούς των πασχόντων από προβλήματα όρασης.

Οι συνήθως παρατηρούμενες οφθαλμοπάθειες συναντώνται συχνά στις περιπτώσεις που διαταράσσεται ο μεταβολισμός των θρεπτικών συστατικών, καθώς και στην περίπτωση που συνυπάρχουν σοβαρές ανεπάρκειες στην πρόσληψη αυτών.

Τέτοιες οφθαλμικές διαταραχές είναι ο καταρράκτης, το γλαύκωμα, η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας του αμφιβληστροειδή, η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, η μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια, η ξηροφθαλμία, καθώς και οφθαλμικές διαταραχές νευρικής φύσης, όπως η οπτική νευροπάθεια και η τοξική αμβλυωπία.

Η χορήγηση συμπληρωμάτων θρεπτικών συστατικών, των οποίων η δράση είναι θεραπευτική ή προστατευτική στην εκδήλωση της νόσου, δεν έχει αποδειχθεί πάντα ικανή να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα.

Όπως συμβαίνει στην περίπτωση των καροτενοειδών και του ασκορβικού οξέος, τα ερευνητικά δεδομένα είναι ακόμη ανεπαρκή να οδηγήσουν στην εισήγηση συστάσεων και οδηγιών στον γενικό πληθυσμό των πασχόντων από τις διάφορες οφθαλμοπάθειες.

Οι περισσότερες διαταραχές της όρασης επέρχονται είτε εξαιτίας των εκφυλιστικών επιπτώσεων της γήρανσης των κυττάρων είτε εξαιτίας της ύπαρξης ανεπαρκειών ορισμένων θρεπτικών συστατικών ή ως αποτέλεσμα της υπερβολικής πρόσληψης άλλων, ενώ πολλές από αυτές αποτελούν επιπλοκές σοβαρών οργανικών παθήσεων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του σακχαρώδη διαβήτη.

Σαν γενικό συμπέρασμα των ερευνών οι οποίες παρουσιάστηκαν τα τελευταία χρόνια προκύπτει ότι παρά τα θετικά αποτελέσματα των ερευνητών, τα οποία επιβεβαιώνουν κάποια ισχυρή ή λιγότερο ισχυρή συσχέτιση της διατροφής με τις οφθαλμοπάθειες, οι περισσότερες από αυτές με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν έχουν παρουσιάσει συμπεράσματα ικανά να οδηγήσουν στην θέσπιση διεθνών συστάσεων στον πληθυσμό για την πρόληψη των προβλημάτων.

Οι θρεπτικές ύλες οι οποίες βρίσκονται στα τρόφιμα και με τη λήψη τους συντελούν στην ανάπτυξη και συντήρηση του οργανισμού είναι:

–  Οι υδατάνθρακες (ή σάκχαρα)

–  Οι πρωτεΐνες

–  Τα λιποειδή

–  Τα ανόργανα συστατικά (μέταλλα και ιχνοστοιχεία)

–  Οι βιταμίνες

–  Το νερό

Αν και οι συνήθειες διατροφής ποικίλουν στα διάφορα άτομα, ή ακόμα διαφέρουν, οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από όλες τις τάξεις των παραπάνω θρεπτικών υλών. «Ιδανικό» τρόφιμο, το οποίο να καλύπτει πλήρως τις ανάγκες του οργανισμού σε όλα τα θρεπτικά συστατικά δεν υπάρχει. Συνεπώς για να επιτευχθεί η πρόσληψη των θρεπτικών υλών στις απαιτούμενες ποσότητες χρειάζεται η διατροφή να είναι ισορροπημένη, πρακτικά να περιέχει τρόφιμα από όλες τις ομάδες τροφίμων. Οι ομάδες στις οποίες κατατάσσονται τα τρόφιμα είναι:

–  Γάλακτος και γαλακτοκομικών (γάλα, γιαούρτι, τυριά)

–  Φρούτων

–  Λαχανικών

–  Ψωμιού και δημητριακών (στην οποία συμπεριλαμβάνονται και όσπρια, οι πατάτες, το ρύζι κ.α.)

–  Κρέατος

–  Λίπους και ελαίων (στην οποία ανήκουν και οι ξηροί καρποί)

Σε ό,τι αφορά επί μέρους τις οφθαλμοπάθειες, οι περισσότεροι ερευνητές, λοιπόν, συμφωνούν ότι η υπεργλυκαιμία (αυξημένες τιμές γλυκόζης/σακχάρου στο αίμα) είναι η βάση της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας. Συνεπώς, δεδομένου του καθοριστικού ρόλου της υπεργλυκαιμίας στην ανάπτυξη του αγγειακού συνδρόμου, πρέπει να αναμένεται πλέον ότι, η καλή ρύθμιση του σακχάρου του αίματος δρα ευεργετικά στην ανάπτυξη των αγγειακών αλλοιώσεων

Η ρύθμιση της γλυκόζης του αίματος στο σακχαρώδη διαβήτη, επιτυγχάνεται με την ομοιόμορφη κατανομή των υδατανθράκων που προσλαμβάνονται στη διάρκεια της ημέρας.

Πρακτικά αυτό σημαίνει σε γενικές γραμμές μικρά και συχνά γεύματα, προτίμηση των υδατανθράκων με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη (δείκτης που καθορίζει την ικανότητα μιας τροφής να αυξάνει το σάκχαρο του αίματος π.χ. το ψωμί έχει χαμηλότερο γλυκαιμικό δείκτη από τη ζάχαρη), αυξημένη κατανάλωση τροφίμων με φυτικές ίνες (φρούτα και λαχανικά), καθώς και σωστή ρύθμιση του σωματικού βάρους, στην οποία βοηθά και η αύξηση της φυσικής δραστηριότητας (άσκηση).

Στις περιπτώσεις διαταραχών στο λιπιδαιμικό προφίλ (π.χ. υψηλές τιμές χοληστερόλης, λιπιδίων, τριγλυκεριδίων) παρουσιάζονται διαφόρων τύπων εκφυλίσεις στον αμφιβληστροειδή, εξαιτίας της αθηρωμάτωσης των μικρών αγγείων του.

Η αυξημένη κατανάλωση των κεκορεσμένων λιπαρών οξέων και της χοληστερόλης συνεπάγεται συνήθως και μικρότερη συχνότητα κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών, τροφίμων πολύ πλούσιων σε πιθανούς προστατευτικούς παράγοντες για τη νόσο, όπως είναι τα καροτενοειδή. Τέτοιου είδους διατροφικές συνήθειες ευοδώνουν την αθηρωμάτωση και συνεπώς την εμφάνιση των αγγειοπαθειών στον οργανισμό, οι οποίες με τη σειρά τους προωθούν εκφυλιστικές αλλαγές στον αμφιβληστροειδή και στην ωχρά.

Οι γενικότερες συστάσεις που θα μπορούσαν να γίνουν, για να επιτευχθεί η σωστή ρύθμιση, των επιπέδων των λιπιδίων στο αίμα είναι:

–  η χαμηλή κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών οξέων (τα οποία βρίσκονται στα ζωικής προέλευσης τρόφιμα π.χ. βούτυρο),

–  η αυξημένη πρόσληψη τροφίμων που έχει αποδειχθεί ότι έχουν προστατευτικό ρόλο, όπως οι φυτικές ίνες, το ελαιόλαδο, τα λιπαρά ψάρια, η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ, τα φρούτα και λαχανικά, καθώς και

–  η ρύθμιση του σωματικού βάρους και

–  η αύξηση της φυσικής δραστηριότητας

Σε ότι αφορά τις λιποδιαλυτές βιταμίνες, η βιταμίνη Α έχει συσχετισθεί απόλυτα με την ξηροφθαλμία, η οποία στις αναπτυσσόμενες χώρες έχει λάβει διαστάσεις προβλήματος δημόσιας υγείας.

Αρχικά χρειάζεται ειδική εκπαίδευση του πληθυσμού που να αφορά τις τροφές οι οποίες είναι πλούσιες σε βιταμίνη Α. Τέτοια τρόφιμα χρειάζεται να καταναλώνονται τόσο σε αυξημένη συχνότητα, όσο και σε μεγάλες ποσότητες.

Πλούσιες πηγές της Βιταμίνης Α είναι τα ιχθυέλαια, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, το συκώτι, τα αυγά, τα πράσινα και κίτρινα φυλλώδη λαχανικά.

Η ανεπαρκής πρόσληψη της οφείλεται σε οικολογικούς και οικονομικούς παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν τη διαθεσιμότητα των τροφίμων.

Η περιοδική χορήγηση συμπληρωμάτων βιταμίνης Α, σε δόσεις ανάλογες με το βαθμό της ανεπάρκειας και την αιτιολογία της, με στόχο τη διόρθωση της ανεπάρκειας έχει αποδειχθεί το επικρατέστερο πρόγραμμα παρέμβασης. Η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια του στην πρόληψη της ανεπάρκειας της βιταμίνης Α είναι συνήθως δεδομένη, όταν η συχνότητα χορήγησης των συμπληρωμάτων είναι τετράμηνα και εξάμηνα διαστήματα [Underwood ΒΑ et al, WHO, 1996].

Στη χώρα μας το σχετιζόμενο με τη βιταμίνη Α πρόβλημα της ξηροφθαλμίας παρουσιάζεται σπάνια και μόνο σε περιπτώσεις που η απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών δεν είναι επαρκής και πλήρης, ιδιαίτερα στην περίπτωση των παρεντερικά σιτιζομένων ασθενών.

Η αντοξειδωτική δράση των καροτενοειδών αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πεδία έρευνας. Εξαιτίας ακόμη της ανεπάρκειας επαρκών χημικών αναλύσεων για την περιεκτικότητα σε καροτενοειδή στα διάφορα τρόφιμα, οι θετικές τους επιπτώσεις στην υγεία προσδίδονταν μέχρι πρόσφατα στο γνωστό ως τότε β-καροτένιο.

Πολλές από τις πρόσφατες έρευνες για την δράση και την τοξικότητα των καροτενοειδών έχουν περιοριστεί στην έρευνα του β-καροτένιου, χωρίς ωστόσο να είναι ικανός ο παραλληλισμός της δράσης του με αυτή των υπολοίπων καροτενοειδών. Η απορρόφηση και ο καταμερισμός στους ιστούς, η βιοδιαθεσιμότητα και η πορεία μεταβολισμού μπορεί να διαφέρει σημαντικά σε πολλά σημεία για τα περισσότερα. Είναι απαραίτητο να γίνουν περισσότερες μελέτες που να αφορούν τα συγκεκριμένα διατροφικά συστατικά με στόχο την αποσαφήνιση της δράσης τους στην προστασία, πρόληψη και θεραπεία της γεροντικής εκφύλισης της ωχράς. Ωστόσο, τα δεδομένα που έχουν προκύψει και αφορούν τα δύο καροτενοειδή λουτεΐνη και ζεαξανθίνη είναι το περισσότερο αξιόπιστα, πλήρη και επαρκή, για να μπορέσουν να υποστηρίξουν την θετική επίδραση τους στην αύξηση της πυκνότητας της ωχράς κηλίδας του αμφιβληστροειδούς [Pratt St, 1999]. Η λουτεΐνη και η ζεαξανθίνη, οι οποίες βρίσκονται σε μεγάλη συγκέντρωση στο σπανάκι, στο γογγύλι, στη λαχανίδα και σε πολλά πράσινα φυλλώδη λαχανικά, θεωρούνται ιδιαίτερα προστατευτικές για την λειτουργία του οφθαλμού.

Είναι τα μόνα καροτενοειδή, τα οποία συσσωρεύονται στον αμφιβληστροειδή και στους υπόλοιπους ιστούς. Τελευταίες έρευνες έχουν δείξει ότι η αυξημένη πρόσληψη των δύο αυτών καροτενοειδών είναι ικανή να επηρεάσει και τις συγκεντρώσεις τους στην ωχρά κηλίδα του αμφιβληστροειδούς, ενώ οι υψηλές προσλήψεις τους αυξάνουν την πυκνότητα και τη συνοχή των φακών και περιορίζουν την θόλωση των φακών (Brown et al, 1999).

Στις έρευνες που αφορούν τον καταρράκτη δεν έχει ακόμη διερευνηθεί η δοσολογία και το διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου χρειάζεται να χορηγούνται συμπληρώματα καροτενοειδών, για να είναι και ικανό να οδηγήσει στην εξαγωγή συμπερασμάτων (Teikari JM et al, 1997). Οι πολλοί τύποι καταρράκτη απαιτούν πιο προσεκτική μελέτη των επιμέρους συσχετίσεων με τα θρεπτικά συστατικά (Christen WG, 1994). Τα αντικρουόμενα αποτελέσματα των επιδημιολογικών ερευνών και των κλινικών μελετών δεν ενθαρρύνουν την θέσπιση συστάσεων για τη χορήγηση συμπληρωμάτων β-καροτενίου, για την πρόληψη του καταρράκτη (Teikari JM et al, 1997).

Γενικά, όμως στις πρόσφατες επιδημιολογικές έρευνες, βρέθηκαν συσχετίσεις της επαρκούς ή υψηλής πρόσληψης ποικιλίας φρούτων και λαχανικών με την μειωμένη συχνότητα εμφάνισης χρόνιων παθήσεων, όπως ο καταρράκτης και η γεροντική εκφύλιση της ωχράς (Mares – Perlman et al, 1997).

Ωστόσο, για να είναι εφικτή η εξαγωγή συμπερασμάτων, τα οποία να αφορούν ένα συγκεκριμένο θρεπτικό συστατικό, που βρίσκεται στα φρούτα και στα λαχανικά, απαιτούνται περισσότερες έρευνες παρέμβασης, οι οποίες να επικεντρώνονται στα αποτελέσματα της πρόσληψης αποκλειστικά αυτού του θρεπτικού συστατικού (Mares – Perlman et al, 1997).

Η πλήρης κατανόηση του ρόλου των καροτενοειδών στην πρόληψη των οφθαλμοπαθειών είναι προφανώς αρκετά δύσκολη. Αμφισβητήσιμη είναι ακόμη και η άποψη ότι η αύξηση της πρόσληψης φρούτων και λαχανικών είναι ικανή να αυξήσει σημαντικά και την πρόσληψη των καροτενοειδών, από τη στιγμή που υπάρχουν πολλά αδιευκρίνιστα σημεία στο κεφάλαιο της βιοδιαθεσιμότητας των μορίων (Susan Taylor Mayne, 1996). Το σίγουρο είναι ότι η επίδραση των διαφόρων διατροφικών παραγόντων είναι διαφορετική όταν πρόκειται για θρεπτικά συστατικά, τα οποία προσλαμβάνονται με τον φυσικό τρόπο από τα τρόφιμα, και διαφορετική με μορφή συμπληρωμάτων. (Christen W.G., 1994).

Με δεδομένο το γεγονός ότι τα επίπεδα καροτενοειδών συσχετίζονται σημαντικά με την καθυστέρηση των οφθαλμοπαθειών, οι οποίες αναφέρθηκαν παραπάνω, γίνεται προφανές ότι στο μέλλον η χρησιμότητα των θρεπτικών αυτών συστατικών είναι ανάγκη να μελετηθεί εκτενώς (Taylor Α., Nutr Rev., 1989, 47(8), 225-37).

Η βιταμίνη Ε αποτελεί ένα από τα περισσότερο ισχυρά αντιοξειδωτικά θρεπτικά συστατικά. Ωστόσο, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι έρευνες οι οποίες έχουν επικεντρωθεί στην μελέτη της επίδρασης της α-τοκοφερόλης και όχι της βιταμίνης Ε, κι αυτό γιατί η α-τοκοφερόλη είναι αυτή που ανταγωνίζεται στην πορεία του μεταβολισμού και στη δράση των λιποπρωτεϊνών (Mares – Perlman J A, 1995).

Η απουσία σοβαρής στατιστικής συσχέτισης μεταξύ των επιπέδων των τοκοφερολών και της γεροντικής εκφύλισης της ωχράς πιθανότατα αντικατοπτρίζει την αδυναμία πρόκλησης σοβαρής παθολογικής κατάστασης προκαλούμενης αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από την ανεπάρκεια της βιταμίνης (Mares – Perlman JA et al, Arch Ophthalmol, 1995). Για τον καταρράκτη δεν βρέθηκε επίσης σημαντική στατιστική συσχέτιση. Τα αποτελέσματα ήταν αντικρουόμενα και δεν επιβεβαίωσαν κάποια προστατευτική δράση όσο κι αν θεωρητικά κάποια άποψη θα μπορούσε να στηριχθεί στην αντιοξειδωτική δράση της βιταμίνης.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει έρευνα του Πανεπιστημίου του Harvard, η οποία αναφέρει ότι οι ασθενείς που προσλάμβαναν συμπληρώματα βιταμίνης Ε ημερησίως αναμένονταν να εκδηλώσουν τα συμπτώματα της μελαγχρωστικής αμφιβληστροειδοπάθειας περίπου στην ηλικία των 58 χρόνων, σε αντίθεση με όσους προσλάμβαναν συμπληρώματα βιταμίνης Α, που αναμένονταν τα ίδια συμπτώματα στην ηλικία των 70 χρόνων. Η παραπάνω παρατήρηση ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική από τη στιγμή που η χορήγηση της βιταμίνης αποτελούσε την θεραπευτική προσέγγιση της παραπάνω οφθαλμοπάθειας (Berson EL, 1993).

Οι υδατοδιαλυτές βιταμίνες σχετίστηκαν σε πολλές περιπτώσεις με τις οφθαλμοπάθειες, και κατά κύριο λόγο με τις οπτικές νευρίτιδες.

Οι έρευνες που διεξήχθησαν για την διερεύνηση της συσχέτισης του ασκορβικού οξέος ή βιταμίνης C με την σχετιζόμενη με την ηλικία εκφύλιση της ωχράς κηλίδος του αμφιβληστροειδή, δεν οδηγήθηκαν σε στατιστικώς σημαντικά συμπεράσματα. Η αναζήτηση της συσχέτισης έγινε με βάση την υπόθεση ότι η βιταμίνη C σαν φυσική αντιοξειδωτική ουσία θα μπορούσε να δράσει προστατευτικά στον σχηματισμό ελευθέρων ριζών, οι οποίες εμπλέκονται στην παθογενετική διαδικασία της νόσου (van Hagen AM et al, 1993).

Όταν μελετήθηκε η πρόσληψη της βιταμίνης C αποκλειστικά από συμπληρώματα που χορηγήθηκαν, επίσης δεν βρέθηκε συσχέτιση της με την πρόληψη, την εξέλιξη, ή την θεραπεία της εκφύλισης της ωχράς (ARMD Group, J Am Optom Assoc, 1997).

Πρόσφατες επιστημονικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι η ύπαρξη οξειδωτικού στρες είναι υπεύθυνη για την καταρρακτογένεση, πιθανότατα μέσω της αλλοίωσης της δομής των φακών. Ταυτόχρονα οι αντιοξειδωτικές ουσίες προστατεύουν τις πρωτεάσες των φακών από την φωτοοξειδωτική καταστροφή (Christen GW et al, 1994).

Η επικρατέστερη παρατήρηση ήταν ότι άτομα που εμφάνιζαν υψηλές συγκεντρώσεις στο πλάσμα τουλάχιστον δύο εκ των τριών βασικών αντιοξειδωτικών ουσιών, δηλαδή της βιταμίνης C, βιταμίνης Ε και καροτενοειδών, είχαν μειωμένο κίνδυνο να εμφανίσουν καταρράκτη, συγκριτικά με όσους εμφάνιζαν χαμηλές τιμές ενός ή περισσοτέρων αντιοξειδωτικών (Jacques PF et al, 1988).

Τρόφιμα πλούσια σε βιταμίνη C είναι όλα τα φρούτα, ιδιαίτερα τα εσπεριδοειδή, τα λαχανικά και οι πατάτες.

Οι συγκεντρώσεις της βιταμίνης C που θεωρήθηκαν από τους ερευνητές ως προστατευτικές για την πρόληψη του καταρράκτη είναι σχετικά υψηλές και επιτυγχάνονται μόνο με τη λήψη συμπληρωμάτων για μεγάλο χρονικό διάστημα. (Hank-inson SE et al, 1992) (Jacques PF et al, 1991) (Jacques PF et al, 1997).

Σε ότι αφορά την προστασία των αντιοξειδωτικών βιταμινών, δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει ακόμα ότι υπάρχει στενή αλληλεπίδραση μεταξύ των αντιοξειδωτικών βιταμινών, δηλαδή μεταξύ του ασκορβικού, των τοκοφερολών και των καροτενοειδών, η οποία είναι και υπεύθυνη για την ισχυρή ταυτόχρονη αντιοξειδωτική τους δράση. Η ύπαρξη διατροφικής ανεπάρκειας ορισμένων μετάλλων και ιχνοστοιχείων, τα οποία δρουν σαν προσθετικοί παράγοντες των ενζυμικών συστημάτων, τα οποία δρουν σαν προσθετικοί παράγοντες των ενζυμικών συστημάτων, διαταράσσει την ισχύ του αντιοξειδωτικού αμυντικού συστήματος του οργανισμού (van der Hagen, 1993).

Στατιστικώς σημαντική μα μέτρια συσχέτιση παρατηρήθηκε μεταξύ της πρόσληψης ψευδαργύρου και της εμφάνισης αλλοιώσεων στο μελάγχρουν επιθήλιο, ενώ δεν ήταν σημαντική η συσχέτιση μεταξύ της πρόσληψης ψευδαργύρου και της εμφάνισης των συμπτωμάτων της εκφύλισης της ωχράς στο σύνολο τους. Παρόλο που οι αλλοιώσεις στο μελάγχρουν επιθήλιο αποτελούν δοκιμές καταστροφές του τελικού σταδίου της εκφύλισης της ωχράς, δεν μπορεί να προκύψει το συμπέρασμα ότι η υψηλή πρόσληψη ψευδαργύρου σχετίζεται με την εξέλιξη της σοβαρότητας της πάθησης (VandenLangenberg GM et al, 1998).

Η συσχέτιση του ψευδαργύρου ακόμη και με την αρχικού σταδίου εκφύλιση της ωχράς, δεν είναι αρκετά ισχυρή, για να μπορέσει να οδηγήσει σε συστάσεις στον πληθυσμό. Για την έκδοση συστάσεων χρειάζεται να ληφθούν υπόψη και όλες οι επιπτώσεις της χρόνιας πρόσληψης ψευδαργύρου ή της τοξικότητας, με πιθανή την εμφάνιση επιπλοκών όπως η τερατογένεση, που συνεπάγεται η πρόσληψη του ιχνοστοιχείου σε μεγάλες δόσεις (Newsome DA et al, 1988) (Russell RM et al, 1983).

Η χαμηλή συγκέντρωση σεληνίου δεν ήταν δυνατόν να σχετιστεί με την πρόκληση της εκφύλισης της ωχράς. Τα χαμηλά επίπεδα του σεληνίου πιθανότατα οφείλονταν σε παράγοντες ανεξάρτητους από την οφθαλμοπάθεια και τέτοιοι είναι η διατροφική πρόσληψη, η επαγγελματική έκθεση σε χημικά στοιχεία, περιβαλλοντικοί παράγοντες ή ακόμη και το κάπνισμα (Mayer Μ J et al, 1998).

Υπάρχει η ανάγκη να πραγματοποιηθούν μεγαλύτερες έρευνες με σημαντικότερο αριθμό συμμετεχόντων για να επανεξετασθεί η συσχέτιση του σεληνίου με την εκφύλιση της ωχράς. Η μορφή με την οποία λαμβάνονται τα συμπληρώματα, σεληνίου είναι ικανή να επηρεάσει την βιοδιαθεσιμότητα του ιχνοστοιχείου, ενώ η δόση και η χρονική διάρκεια της πρόσληψης των συμπληρωμάτων σαφέστατα χρειάζεται να προσδιοριστούν με ακρίβεια από τους ερευνητές, πριν ακόμη αναζητηθεί συσχέτιση της πρόσληψης συμπληρωμάτων με την εμφάνιση ή πρόληψη της οφθαλμοπάθειας (Mayer MJ et al, 1998).

Σε ότι αφορά τις τοξικές ουσίες, αξιοσημείωτο είναι ότι το κάπνισμα συνιστά παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση της εκφύλισης της ωχράς για χρονικό διάστημα 20 χρόνων μετά τη διακοπή του (Delcourt C et al, 1998). Ωστόσο, σε ασθενείς με εκφύλιση της ωχράς, στους οποίους συγκαταλέγονται και καπνιστές, μετά από μεταβολή των διατροφικών τους συνηθειών οπότε και αύξησαν τις ποσότητες κατανάλωσης λαχανικών, αποδείχθηκε ότι ο κίνδυνος προσβολής από τη νόσο μειώθηκε κατά 46% (AMD Research, 1996). Παρόλα αυτά όμως, οι έρευνες που έχουν λάβει χώρα μέχρι στιγμής δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε αναμφισβήτητη και άμεση αιτιολογική σχέση που να είναι ικανή να στηρίξει προγράμματα αγωγής υγείας, τα οποία θα πρότειναν αλλαγή στον τρόπο ζωής και στις διατροφικές συνήθειες των ατόμων (Editorial, Arch Ophthalmol, 1997).

Όσο περισσότερο κάδμιο από τα φύλλα του καπνού συνδέεται με τις πρωτεΐνες του αίματος, τόσο μικρότερη είναι η ικανότητα της αιμοσφαιρίνης να μεταφέρει οξυγόνο στους ιστούς και συνεπώς και στους ιστούς του οφθαλμού. Αυτό θα σήμαινε λιγότερη διαθέσιμη ενέργεια. Πιθανή είναι και η σύνδεση του καδμίου με τις πρωτεΐνες των φακών του οφθαλμού, με αποτέλεσμα την αλλαγή της δομής τους. Παράλληλα εμποδίζει σημαντικά και την απορρόφηση άλλων μετάλλων, όπως ο ψευδάργυρος, το σελήνιο και ο χαλκός τα οποία συμμετέχουν στην αντιοξειδωτική προστασία του οργανισμού (Ramakrishnan S., 1995).

Η χρησιμοποίηση συμπληρωμάτων βιταμινών και μετάλλων για την προστασία από οφθαλμικές παθήσεις και διαταραχές, οι οποίες σχετίζονται με τη δράση των ελευθέρων ριζών, αποτελεί ιδιαίτερα πρόσφατη παρατήρηση.

Η βέλτιστη ποσότητα του κάθε θρεπτικού συστατικού που απαιτείται για την επίτευξη των απαιτούμενων αποτελεσμάτων, καθώς και για την αποφυγή των δυσάρεστων επιπτώσεων από την τοξικότητα στην περίπτωση υπερβολικής δόσης αυτών, είναι ακόμη άγνωστα αντικείμενα, τα οποία απαιτούν ιδιαίτερη έρευνα. Έρευνα απαιτείται και για τον καθορισμό της μορφής στην οποία χρειάζεται να χορηγηθεί κάποιο θρεπτικό συστατικό, για την εξασφάλιση τόσο της μέγιστης ευληπτότητας και βιοδιαθεσιμότητας αυτού, όσο και του ελάχιστου κόστους.

Πολλά ερωτηματικά ακόμη διατηρούνται για το αν θα πρέπει να δίνονται συμπληρώματα διατροφής στους ασθενείς, όταν η νόσος ακόμη είναι υπό εξέλιξη, καθώς και για το στάδιο στο οποίο η χορήγηση των συμπληρωμάτων αυτών είναι προτιμότερη.

Η αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας γενικότερα χρειάζεται να στηρίζονται και να λαμβάνουν υπόψη τρεις παράγοντες. Αυτοί είναι το όφελος, ο κίνδυνος και το κόστος. Μόνο όταν κάποια θεραπευτική τακτική επιφέρει το μεγαλύτερο θεραπευτικό όφελος, ενέχει τον μικρότερο ικανό κίνδυνο προς την υγεία του ατόμου και τέλος το κόστος της είναι δυνατόν να καλυφθεί, μπορεί να συσταθεί σε έναν πληθυσμό.

Καλέα Ζ. Αναστασία

Επιστήμων Κλινικής Διαιτολογίας και Διατροφής Απόφοιτος Χαροκοπείου Πανεπιστήμιο